Πέρα από τις προφανείς κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις τους, τα προγράμματα διάσωσης της ελληνικής οικονομίας λειτούργησαν με τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργήσουν ένα εντελώς νέο πολιτικό περιβάλλον. Άλλα κόμματα καταστράφηκαν, άλλα επωφελήθηκαν, η πολιτική ζωή γενικά άλλαξε ρότα, ρυθμό και ουσία, καθώς τα διλήμματα που έθετε η διαχείριση της κρίσης εξώθησαν τις πολιτικές δυνάμεις στα άκρα της πολιτικής σκηνής.
Η μετατόπιση αυτή δημιουργεί μία νέα πραγματικότητα, που απειλεί να σφραγίσει την πολιτική ατμόσφαιρα με ισχυρές πολώσεις μόνιμου χαρακτήρα, που όμοιες τους δεν έχει να επιδείξει καμία στιγμή της μεταπολιτευτικής διαδρομής. Γιατί ακόμα και στις εποχές των υψηλότερων φορτίσεων, τότε που ο «ήλιος» συγκρουόταν με το «σκοτάδι» και τα χτυπήματα κάτω από τη μέση έδιναν τον τόνο, ο κλασικός δικομματισμός είχε τον τρόπο και τα πρόσωπα για να κρατήσουν τις γέφυρες όρθιες και τους διαύλους ανοιχτούς.
Η πρόσφατη συζήτηση (;) επί της προτάσεως μομφής και όσα εκτυλίσσονται αυτές τις μέρες σε δημόσια θέα μετά το «προσκλητήριο» Τσίπρα, πιστοποιούν ότι η πολιτική και οι πολιτικοί μας έχουν περάσει πλέον σε νέες «ποιότητες». Οι ανακοινώσεις των εκπροσώπων θυμίζουν πολεμικά ανακοινωθέντα, η επιχειρηματολογία μεταπίπτει στην κατηγορία της πιο ακραίας πολεμικής, τα δηλητηριώδη υπονοούμενα έχουν την τιμητική τους. Ακόμα και οι εσωκομματικές έριδες, όπως συνέβη με την περίπτωση Τατσόπουλου, επενδύονται με πρωτοφανείς ύβρεις και γηπεδικές εκφράσεις, που βάζουν στον ανεμιστήρα κομματικοί παράγοντες.
Προφανώς, θα πουν ορισμένοι, η πολιτική δεν είναι άσκηση σαβουάρ βιβρ. Και θα έχουν δίκιο… Είναι, ωστόσο, άσκηση συνεννόησης. Γιατί όσο είναι αλήθεια ότι στις δημοκρατίες η κυβέρνηση εκλέγεται για να κυβερνά και η αντιπολίτευση για να ελέγχει, άλλο τόσο ισχύει ότι υπάρχουν ζητήματα κορυφαίας σημασίας για τη χώρα, που απαιτούν από τις πολιτικές δυνάμεις να μαζέψουν τα λυτά ζωνάριά τους και να ανακαλύψουν στοιχειώδεις κοινούς τόπους. Αν κάτι τέτοιο είχε συμβεί, η ΕΡΤ δεν θα βυθιζόταν στο «μαύρο», τα πανεπιστήμια δεν θα παραδίδονταν στη τύχη τους, ο ρατσισμός δεν θα έκανε παιχνίδι στις γειτονιές, μόνος χωρίς αντίπαλο.
Στο κλίμα που διαμορφώνεται, με όλες τις γέφυρες σωριασμένες και τους αντιπάλους να μιλάνε άλλη γλώσσα, το σύστημα ζει τους κραδασμούς μιας αναστάτωσης πρωτόγνωρης. Η παρουσία ενός τρίτου πόλου, που θα λειτουργήσει όχι δορυφορικά, αλλά σταθεροποιητικά, τηρώντας αποστάσεις από τους εταίρους του νέου διπολισμού και αποτολμώντας συναινέσεις, δεν είναι πλέον πολυτέλεια, αλλά πολιτική ανάγκη.