«Χρειάζονται νέα πρόσωπα. Εκείνοι από εμάς, που διεκδικούν πρωτεία στην καθοδήγηση, είναι ώρα να μη σταθούν στα κεκτημένα αξιώματα, τις φθαρμένες δόξες τους, να μη διαγκωνίζονται για πρωταγωνιστικούς ρόλους, να ανοίξουν το δρόμο της συσπείρωσης χωρίς να ανασύρουν επετηρίδες από χρονοντούλαπα και χωρίς πολύπλοκες κατανομές αξιωμάτων. Κανείς δεν χάνεται».
Δεν είναι μόνο μια αποστροφή από την ομιλία του πρώην πρωθυπουργού και Προέδρου του ΠΑΣΟΚ, Κώστα Σημίτη στην εκδήλωση με αφορμή τη συμπλήρωση 40 χρόνων του Κινήματος την «3η του Σεπτέμβρη». Είναι η κοινή διαπίστωση μεταξύ απλών πολιτών, καθώς παρακολουθούν έκπληκτοι στις οθόνες τους επεισοδιακές στιγμές από «πολιτικές» εκδηλώσεις αναμνηστικούχαρακτήρα. Ένα από τα πιο εμβληματικά πρόσωπα της ελληνικής Κεντροαριστεράς, ο Κώστας Σημίτης, αποτυπώνει μέσα σε τρείς λέξεις το υπαρξιακό αδιέξοδο του χώρου, που μαστίζεται από προσωπικές στρατηγικές, ελιτίστικες νοοτροπίες και μοιραία πρόσωπα.
Η αγωνία της πολιτικής επιβίωσης μερίδας του πολιτικού κόσμου είναι πιο έντονη από ποτέ σε εποχές οικονομικής κρίσης. Η ενασχόληση με την πολιτική δεν αποκτά απλά τα χαρακτηριστικά έξης, αλλά εξελίσσεται σε έναν αγώνα, όπου επιστρατεύονται όλα τα όπλα και τελικά επικρατεί ο πολιτικός κανιβαλισμός. Ιαχές και συνθήματα, οπαδισμός και εκδηλώσεις «λατρείας» ανοίγουν το δρόμο στον άκρατο λαϊκισμό. Όταν ηχούν τα τύμπανα του «σοσιαλιστικού πολέμου», το «κανείς δεν χάνεται» φαντάζει ψίθυρος, ανίσχυρος να καταλαγιάζει μίση και πάθη. Κρύβει, ωστόσο όλη την μεταπολιτευτική αλήθεια, εκείνη δηλαδή που γέρνει το εκκρεμές στην πλευρά των προσώπων και λιγότερο των πολιτικών, ως προς τη διαμόρφωση της τρέχουσας πολιτικής εικόνας.
Επειδή είθισται κανείς να μην χάνεται, έχουν χαθεί δεκάδες ευκαιρίες τα τελευταία χρόνια για έναν ουσιαστικό διάλογο μεταξύ του πολιτικού κόσμου, για τη σύνθεση ενός δυναμικού σχεδίου ανασυγκρότησης της χώρας, για την αναγέννηση της ελληνικής Κεντροαριστεράς. Ας μην χαθεί και η Ελλάδα.