Στα πρώτα χρόνια μετά την μεταπολίτευση, η απλή αναλογική ήταν για την Αριστερά κάτι περισσότερο από ένα δίκαιο εκλογικό σύστημα. Ήταν ένας ιερός στόχος. Ήταν το ένα, και σημαντικότερο, σκέλος μιας αγίας τριάδας- τα άλλα δύο σκέλη: η αναγνώριση της ΕΑΜικής εθνικής αντίστασης και η απομάκρυνση των αμερικανικών βάσεων.
Ο στόχος συμπύκνωνε ένα ιστορικό αίτημα: Μετά από δύο δεκαετίες καχεκτικής, μετεμφυλιακής δημοκρατίας και επτά χρόνια δικτατορίας, στη διάρκεια των οποίων η Αριστερά υπέφερε διωγμούς, διακρίσεις και αποκλεισμούς, η Μεταπολίτευση, για να σηματοδοτεί πραγματική αλλαγή, θα έπρεπε να αίρει τις διακρίσεις και να δίνει στην Αριστερά το δικαίωμα να διεκδικεί ισότιμα την θέση της στον ήλιο. Η ενισχυμένη αναλογική των πρώτων μεταπολιτευτικών εκλογών, λοιπόν, στα μάτια της Αριστεράς, δεν ήταν ένα εκλογικό σύστημα που εξασφάλιζε σταθερές κυβερνήσεις. Ήταν ένας φραγμός στην δική της επιρροή, μια διαιώνιση της εποχής των «εθνικών» διακρίσεων εις βάρος της.
Με το πέρασμα των χρόνων, τα πράγματα άλλαξαν. Η εθνική αντίσταση αναγνωρίστηκε, όπως της έπρεπε. Το «έξω οι βάσεις» έγινε πρώτα αντικείμενο ενός επιτυχημένου διπλωματικού παιγνίου στα χέρια του Ανδρέα κι έπειτα, με το τέλος του ψυχρού πολέμου, έχασε μεγάλο μέρος από το νόημά του. Και η απλή αναλογική, ή έστω μια παραλλαγή της, εφαρμόστηκε στις τριπλές εκλογές του 1989-90. Ο ενιαίος τότε Συνασπισμός της Αριστεράς κέρδισε, τον Ιούνιο του ’89, με το 13% των ψήφων το 9% των εδρών της Βουλής, αυτοδυναμία δεν υπήρξε και η Αριστερά δοκίμασε τη γεύση της συμμετοχής σε μια παράταιρη κυβερνητική πλειοψηφία- εμπειρία για την οποία γρήγορα μετάνιωσε.
Η απλή αναλογική δεν έπαψε ποτέ να είναι ένα αίτημα. Αλλά δεν ήταν πια το ίδιο. Δεν ήταν ένας ιερός στόχος με τη βουή της ιστορίας πίσω του.
Κι έτσι, όταν ο μεγάλος σεισμός οδήγησε σε κατάρρευση το παλιό πολιτικό οικοδόμημα, το 2011-12, και έδωσε σ’ ένα κόμμα της Αριστεράς την ευκαιρία να διεκδικήσει την εξουσία, η αναλογική δεν ήταν στην ατζέντα της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ + ΑΝΕΛ, το 2015. Ήρθε στο προσκήνιο ξαφνικά, το δεύτερο καλοκαίρι, με τρόπο που έδινε στους δύσπιστους και τους κακόπιστους την ευκαιρία να δουν στην κίνηση αυτή όχι μια μεγάλη ιστορική χειρονομία, αλλά μια κουτοπόνηρη πολιτικάντικη μανούβρα.
Έστω κι έτσι, η αποτυχία της Βουλής να εξασφαλίσει με μεγάλη πλειοψηφία μια αλλαγή του εκλογικού νόμου είναι μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία.
Ήταν μια χαμένη ευκαιρία να αλλάξει ο εκλογικός νόμος, ο βασικός κανόνας του πολιτικού παιγνιδιού, που είναι ολοφάνερα χαλασμένος, ελαττωματικός.
–Να καταργηθεί ένα μπόνους στο πρώτο κόμμα, που είναι πολύ μεγαλύτερο από εκείνο που σχεδίαζε ο πρώτος εμπνευστής του ισχύοντος νόμου, ο Κώστας Σκανδαλίδης. Κι είναι κληρονομιά της εποχής του ισχυρού δικομματισμού, εντελώς άτοπο και στρεβλωτικό στην εποχή του κατακερματισμού και των πολιτικών συμμαχιών, την οποία διανύουμε.
– Να αλλάξει η κατανομή των περιφερειών (σήμερα έχουμε 7 μονοεδρικές, 7 διεδρικές, 25 περιφέρειες που εκλέγουν από 3-5 βουλευτές, 13 που εκλέγουν από 6 – 9, τρεις που εκλέγουν 14-16 βουλευτές και μία, κτηνωδών διαστάσεων, που εκλέγει 44!) ώστε να εξασφαλίζεται η νομική ισότητα της ψήφου και η αναλογικότητα και να ελεγχθούν φαινόμενα ακραίας εξάρτησης και διαφθοράς των πολιτευομένων στις υπερ-περιφέρειες.
– Να αποδοθεί το δικαίωμα της ψήφου στο μισό εκατομμύριο των νέων που εκδιώχθηκαν στα χρόνια της κρίσης από την χώρα.
– Και να βρεθεί μια νέα ισορροπία ανάμεσα στην «πολιτική-ιδεολογική» ψήφο, την ψήφο στο κόμμα, και στην «προσωπική» ψήφο, τον εκμαυλιστικό σταυρό προτίμησης.
Η ευκαιρία χάθηκε.
Μα χάθηκε, προπάντων, η ευκαιρία να δείξουν οι πολιτικές δυνάμεις πως κάτι έμαθαν από την πικρή εμπειρία της υπαίτιας (δική τους η υπαιτιότητα) χρεοκοπίας και της επίσης υπαίτιας αδυναμίας διαχείρισης της χρεοκοπίας, έξι χρόνια τώρα. Να δείξουν ότι έμαθαν, τουλάχιστον, το μάθημα της αναγκαίας συναίνεσης στα αυτονόητα. Αν η πολιτική έχει και μια παιδευτική διάσταση, θα ήταν ένα πολύτιμο παράδειγμα για όλους μας, αν, για μια φορά, κόμματα και αρχηγοί έδειχναν πως μπορούν να βάζουν το κοινό καλό- την εξυγίανση και τον εξορθολογισμό των κανόνων της δημόσιας ζωής- πάνω από την κομματική τους ιδιοτέλεια. Σε μια χώρα όπου η αυθαίρετη ιδιοποίηση του δημόσιου (από την καταπάτηση δημόσιας γης για να χτιστεί αυθαίρετο έως την αυθαίρετη παρακράτηση του εισπραχθέντος ΦΠΑ κι ως τα άλλα, τα σκανδαλωδώς σημαντικότερα) είναι το μεγάλο, το σταυρικό πρόβλημα, μια επίδειξη από τις πολιτικές ελίτ ότι μπορούν να βάζουν το πρόσκαιρο συμφέρον τους, για λίγο, στην άκρη, θα ήταν λυτρωτική.
Γιατί χάθηκε η ευκαρία;
Η απλή απάντηση είναι: «Γιατί μεταξύ αντιπολίτευσης και συμπολίτευσης, ο βαθμός εμπιστοσύνης κινείται σε θερμοκρασίες κάτω του μηδενός».
Δεν έχει σημασία αν η καχυποψία είναι δικαιολογημένη ή αδικαιολόγητη, εύλογη, παράλογη ή κακόβουλη, δεν έχει σημασία καν αν είναι προσχηματική. Καλώς ή κακώς, δικαίως ή αδίκως, η αντιπολίτευση, η μείζων και προπάντων η ελάσσων, θεωρεί ότι η περυσινή της γενναία ανταπόκριση στην έκκληση συναίνεσης, μετά το δημοψήφισμα, ανταμοίφθηκε με εξαπάτηση. Θεωρεί πως ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας ταλαντεύεται ακόμη ανάμεσα στις εκκλήσεις για συναίνεση και σε σχεδιασμούς που υπακούουν στην λογική «ή εμείς ή αυτοί».
Ας το επαναλάβω: Δεν έχει σημασία αν αυτό είναι δικαιολογημένο ή όχι. Σημασία έχει ότι αυτό το δηλητηριασμένο κλίμα ματαιώνει κάθε ελπίδα για μεταρρυθμίσεις που θα έκαναν υγιέστερο το δημόσιο τοπίο και θα επέτρεπαν μιαν ανάταξη των αιτιών της κρίσης. Μπορεί ν’ αλλάξει το κλίμα; Αμφιβάλω. Αλλά θα άξιζε να γίνει μια προσπάθεια. Και ο μόνος που μπορεί να την αναλάβει είναι, προφανώς, ο Αλέξης Τσίπρας.
Δεν χρειάζονται μεγάλες κινήσεις ή θεσμικές παραχωρήσεις. Κάτι απλό, για αρχή, θα αρκούσε. Κάτι σαν αυτό που έκανε ένας υποδειγματικά απαλλαγμένος από την επαγγελματική ασθένεια της πολιτικής (τον πολιτικαντισμό) υπουργός- ο Γιάννης Μουζάλας. Ο οποίος είχε το θάρρος να ζητήσει συγνώμην από τον Νίκο Δένδια επειδή διαδήλωνε εναντίον του χωρίς να γνωρίζει τα πραγματικά δεδομένα και τους περιορισμούς που έδεναν τα χέρια του πρώην υπουργού. Ε, λοιπόν, δε χρειάζονται πολλά. Θα αρκούσε ο Τσίπρας, αντί να νίπτει τας χείρας του και να κρατά ίσες αποστάσεις μεταξύ Μουζάλα και εξημμένων κομματικών κεφαλών που ζητούν την κεφαλήν του επί πίνακι, να ακολουθήσει το παράδειγμά του.