Μετά την περήφανη νίκη των Νοτίων στη Σύνοδο Κορυφής στις 28-29/6, με τη χώρα μας – ευτυχώς από μια άποψη – στις κερκίδες, ανέκυψε στα καθ’ ημάς το ζήτημα να καβαλήσουμε το κύμα των νικητών και να αποκομίσουμε άμεσα οφέλη από τις αποφάσεις. Η ειδησεογραφία θέλει την ελληνική κυβέρνηση έτοιμη να θέσει το θέμα, αξιώνοντας ίση μεταχείριση των χωρών της ευρωζώνης.
Η ήττα της Μέρκελ ήταν «γλυκιά». Η απόφαση αφορά μόνο χώρες που έχουν δεσμευθεί με το σύμφωνο σταθερότητας και έχουν βάλει τάξη στα δημοσιονομικά τους. Ακόμη και τότε, ωστόσο, ένα Μνημόνιο, που θα εγγυάται τη συνέχιση της χρηστής διαχείρισης, είναι απαραίτητο. Η Ελλάδα δεν πληροί τις προϋποθέσεις. Η απόφαση δεν στοχεύει στη σωτηρία μη βιώσιμων κρατών-μελών, στοχεύει στην απόκρουση των «επιθέσεων των αγορών» προς «υγιείς οικονομίες». Το αίτημα ίσης μεταχείρισης, όπως υποτίθεται ότι θέλει να το θέσει η κυβέρνηση, ενισχύει μεν το προφίλ της στο εσωτερικό, με κίνδυνο όμως να αναλωθεί πολύτιμο πολιτικό κεφάλαιο. Παρ’ όλ’ αυτά, η Ελλάδα, με την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών σε εκκρεμότητα, επιθυμεί όρους ίδιους με εκείνους που θα ισχύσουν για την Ισπανία. Ας δούμε μερικές λεπτομέρειες πίσω από τον αγώνα του Ραχόι.
Εκτιμάται ότι οι ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης των ισπανικών τραπεζών είναι 62 δισ. ευρώ (ίσως μέχρι και 100 δισ. ευρώ). Αν και κάποιες τράπεζες θα περάσουν εξ ολοκλήρου στα χέρια νέου «ιδιοκτήτη» (η Bancia, για παράδειγμα), ο νέος κύριος μέτοχος θα κατέχει κατά μέσο όρο περίπου το 30% του τραπεζικού συστήματος (μόνο οι δύο μεγαλύτερες τράπεζες, Santader και BBVA, έχουν αξία περίπου 90 δισ. ευρώ). Ο έλεγχος των τραπεζών, δηλαδή, παραμένει στους παλιούς μετόχους, όπως και η όποια διαδικασία αναδιάρθρωσης του συστήματος. Εάν ο νέος κύριος μέτοχος, έπειτα από τον δανεισμό, είναι το Δημόσιο, πριν από την απόφαση των Βρυξελλών θα συνέβαιναν τα εξής: (α) οι ισπανοί φορολογούμενοι θα καλούνταν να σώσουν τους τραπεζίτες οι οποίοι συνέβαλαν στη φούσκα των ακινήτων, (β) οι κεφαλαιακές απαιτήσεις θα παρέμεναν υψηλές λόγω της προτεραιότητας του δημόσιου χρήματος – τόσο οι νυν μέτοχοι όσο και οι αγορές θα αποτρέπονταν να συμμετάσχουν με σοβαρά κεφάλαια και (γ) ώσπου οι τράπεζες να αποδοθούν ξανά στον ιδιωτικό τομέα, το ισπανικό Δημόσιο θα φορτωνόταν χρέος, με αποτέλεσμα τα spreads των ομολόγων να χτυπάνε κόκκινο. Η απόφαση των Βρυξελλών θεραπεύει και τα τρία επιμέρους προβλήματα.
Η κατάσταση στην Ελλάδα είναι εντελώς διαφορετική. Οι κεφαλαιακές ανάγκες είναι 35 δισ. ευρώ (και το πολύ μέχρι 50 δισ. ευρώ), ενώ η αξία του συνόλου των τραπεζών είναι περί τα 3 δισ. ευρώ. Ο όποιος νέος κύριος μέτοχος, δηλαδή, μετά την ανακεφαλαιοποίηση, θα κατέχει το 90%-95% όλων των τραπεζών. Προφανώς κανείς ιδιώτης δεν θα ενδιαφερθεί να αναλάβει κίνδυνο επένδυσης ανεξαρτήτως ιδιοκτησίας – εκτός εάν υποχρεωθεί. Το πρόβλημα στις ελληνικές τράπεζες προέκυψε από το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων και από τη βαθιά ύφεση της οικονομίας. Η χώρα δεν δανείζεται από τις αγορές και οι όροι δανεισμού της μέχρι το 2020 είναι προκαθορισμένοι και ιδιαίτερα ευνοϊκοί. Οσο για το χρέος το οποίο φορτώνεται το Δημόσιο, εάν το Δημόσιο είναι ο νέος κύριος μέτοχος, θα είναι εκ σχεδιασμού προσωρινό: σε τρία με πέντε χρόνια οι τράπεζες θα επανιδιωτικοποιηθούν και τα κεφάλαια μαζί με τις υπεραξίες θα χρησιμοποιηθούν για απομείωση του χρέους. Στο μεσοδιάστημα, το Δημόσιο θα απολαμβάνει απόδοση 5%-10% (ενώ δανείζεται με 2%).
Η ένταξη της Ελλάδας στο πλαίσιο της απόφασης των Βρυξελλών είναι επιθυμητή, αλλά για διαφορετικούς λόγους από την Ισπανία, τους εξής:
1. Η ελληνική κυβέρνηση θέλει να πετάξει από τα χέρια της την «καυτή πατάτα» της αναδιάρθρωσης του τραπεζικού συστήματος. Ξέρει πολύ καλά ότι δεν αντέχει τον πόλεμο των πελατειακών δικτύων, σε περίπτωση που επιχειρήσει να κλείσει μια «τελειωμένη» τράπεζα.
2. Τα έσοδα από το κρατικό δάνειο προς τις τράπεζες κάθε άλλο παρά εγγυημένα είναι. Ο ετήσιος τόκος είναι υψηλότερος από τη σημερινή αξία του συνόλου του τραπεζικού συστήματος! Ο νόμος Αλογοσκούφη για τη συμμετοχή στις τράπεζες με προνομιούχες μετοχές προέβλεπε επιτοκιακή απόδοση 10%. Τόκος εισεπράχθη μόνο το 2010 – «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος».
3. Τα μεγέθη είναι τέτοια ώστε η επιτυχημένη επανιδιωτικοποίηση το 2015 ή το 2017 κάθε άλλο παρά βέβαιη είναι. Εκτός εάν η χώρα έχει μπει σε τροχιά ραγδαίας ανάπτυξης, οι επενδυτές θα κληθούν απλώς να «αγοράσουν» εποπτικά κεφάλαια. Μάλλον κάτι καλύτερο θα έχουν να κάνουν τα λεφτά τους.
Συμπέρασμα: το συμφέρον των πολιτών εξυπηρετείται, και εδώ, καλύτερα από την απευθείας ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών από τον EFSF – ESM. Η κυβέρνηση καλείται να ζυγίσει τα πράγματα. Πάντως, θα κριθεί από την αποφασιστικότητά της να προχωρήσει σε τομές και συγκρούσεις με πελατείες και συμφέροντα και από την προσήλωσή της στην επιτυχία του προγράμματος εξόδου από την κρίση.
Ο Γιώργος Προκοπάκης είναι σύµβουλος επιχειρήσεων σε θέµατα οργάνωσης και διαχείρισης πληροφοριών, πρώην καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια