Πρόσφατα παρακολούθησα μια ταινία από την Ινδία. Είχε τίτλο «Το δικαστήριο» και αναφερόταν στις δικαστικές περιπέτειες ενός πολίτη. Τα ινδικά δικαστήρια, που έδειχνε η ταινία, συνεδρίαζαν σε φτωχικές αίθουσες. Ειδικά ένα χαμηλόβαθμο δικαστήριο συνεδρίαζε σε ένα φθαρμένο κτίριο, με άβαφους τοίχους και το ακροατήριο καθόταν σε φθηνές πλαστικές καρέκλες. Σε όλα, όμως, τα δικαστήρια υπήρχαν ηλεκτρονικοί υπολογιστές, τους οποίους χειρίζονταν οι γραμματείς.
Με αφορμή την ταινία θυμήθηκα την τελευταία μου επίσκεψη στα δικαστήρια της οδού Ευελπίδων για να καταθέσω ως μάρτυρας σε μια υπόθεση που εκκρεμούσε για μια δεκαετία. Στην έδρα δεν υπήρχε υπολογιστής και όλα γίνονταν χειρόγραφα. Αυτό ήταν αναμενόμενο και δεν μου έκανε εντύπωση. Το εντυπωσιακό ήταν ότι τη συγκεκριμένη μέρα, όσο περίμενα να καταθέσω, εννιά στις δέκα υποθέσεις αφορούσαν το αίτημα ανάκλησης ερήμην καταδίκης από ανθρώπους που ισχυρίζονταν ότι δεν είχαν κληθεί νομίμως στην εκδίκαση της υπόθεσής τους
Όταν κάποιος καλείται στο δικαστήριο, τον επισκέπτεται ένας αστυνομικός και επιδίδει την κλήση. Αν δεν τον βρει θυροκολλεί το έγγραφο. Στην περίπτωση που έχει μετακομίσει η δίκη γίνεται κανονικά και συνήθως καταδικάζεται ερήμην. Όταν μάθει για την καταδίκη του, ζητάει από το δικαστήριο να ακυρωθεί η απόφαση και να γίνει νέα δίκη. Για να αποδείξει ότι λέει αλήθεια φέρνει και ένα μάρτυρα να καταθέσει ότι όντως είχε μετακομίσει.
Τόσοι άνθρωποι (δικαστές, γραμματείς, αστυνομικοί, δικηγόροι, υπόδικοι, μάρτυρες) ασχολούνται με κάτι εντελώς άχρηστο και αντιπαραγωγικό. Πριν την ηλεκτρονική εποχή θα μπορούσε ο κάθε πολίτης να είναι υποχρεωμένος να ενημερώνει το κράτος για τη διεύθυνσή του και για κάθε μεταβολή της. Η διεύθυνση αυτή είναι ήδη γνωστή σε δημόσιες υπηρεσίες, όπως είναι η Εφορία. Αλλά το ένα κομμάτι του κράτους δεν επικοινωνεί με το άλλο και έτσι καταλήγουμε σε όλο αυτό το άχρηστο πηγαινέλα.
Στην ηλεκτρονική εποχή η φυσική διεύθυνση θα μπορούσε να αντικατασταθεί με την ηλεκτρονική και ο κάθε πολίτης θα μπορούσε να δίνει στο κράτος το ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο, κάτι που πάλι γίνεται με το σύστημα Taxis. Ένα SMS θα ειδοποιούσε συμπληρωματικά τον λήπτη για την προσπάθεια μιας αρχής να επικοινωνήσει μαζί του. Για τους λίγους που δεν έχουν πρόσβαση στην τεχνολογία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν τα μέιλ των συγγενών τους και τα ΚΕΠ.
Με το να ασχολούνται τα δικαστήρια με τέτοιες διαδικασίες και να δικάζουν την ίδια υπόθεση δεύτερη φορά, αφιερώνοντας τον πολύτιμο χρόνο τους στο τίποτε, καθυστερούν την εκδίκαση δεκάδων χιλιάδων εκκρεμών υποθέσεων. Η καθυστέρηση –κυριολεκτική και μεταφορική– έχει άμεσες επιπτώσεις στο δικαίωμα του πολίτη για γρήγορη απόδοση δικαιοσύνης, αλλά και στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας, εφόσον oι τόσο αργοπορημένες δίκες είναι αντικίνητρο για επενδύσεις.
Το ελληνικό δημόσιο επιμένει να ζει σε άλλη εποχή και το παραπάνω παράδειγμα είναι ένα μόνο από τα εκατοντάδες τραγελαφικά που συμβαίνουν καθημερινά. Πέρα από την αυτονόητη ταλαιπωρία των πολιτών υπάρχει και τεράστιο οικονομικό κόστος. Κάθε ένας που εργάζεται σε μια μη παραγωγική εργασία δεσμεύει πόρους, τους οποίους στερεί από την κοινωνία. Ενώ είναι δικαιολογημένο να πληρώνουμε φόρους για να απολαμβάνουμε από το κράτος υπηρεσίες που χρειαζόμαστε, είναι εντελώς απαράδεκτο να πληρώνουμε χρήματα –τα οποία οι ίδιοι έχουμε πολλούς τρόπους να αξιοποιήσουμε– συντηρώνοντας υπαλλήλους για να κάνουν δουλειές που δεν χρειάζονται.
Το τελευταίο διάστημα το Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης ολοκλήρωσε μια σειρά πρωτοβουλιών για τη διευκόλυνση της ζωής των πολιτών και την απλοποίηση των συναλλαγών τους με το δημόσιο. Πρόκειται, αναμφίβολα, για πολύ ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που εγγράφονται στα θετικά της κυβέρνησης. Όμως, οι επιτυχίες αυτές αναδεικνύουν την αδράνεια άλλων υπουργείων.
Βλέπουμε καθημερινά στις τηλεοράσεις και ακούμε στα ραδιόφωνα υπουργούς να εξαγγέλλουν ξανά και ξανά τα ίδια πράματα και να αντιδικούν με την αντιπολίτευση φλυαρώντας. Αν ήταν κανείς σε θέση να παρακολουθεί όλους τους σταθμούς θα έβρισκε ορισμένους υπουργούς να περνούν όλο το πρωί στα μικρόφωνα και θα αναρωτιόταν πότε βρίσκουν χρόνο να ασχοληθούν με τις υποθέσεις των υπουργείων τους.
Η Ελλάδα με τον ορθολογισμό, την τεχνοκρατική επάρκεια, την πολιτική ηγεσία και τη συνεργασία των πολιτών, πέτυχε μια αξιοζήλευτη θέση σε σχέση με την αντιμετώπιση του κορωνοϊού. Τα δύσκολα όμως είναι μπροστά μας με τη νέα οικονομική κρίση. Το παράδειγμα του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης δείχνει τον δρόμο και εκθέτει εκείνους που δεν είναι σε θέση να τον ακολουθήσουν.