Υστερα από 6 χρόνια ύφεσης και κρίσης η χώρα καταγράφει τεράστιες απώλειες στο εθνικό προϊόν και το εισόδημα, η ανάκαμψη παραμένει ζητούμενο, αλλά οι τράπεζες παρουσιάζουν κέρδη στο α? εξάμηνο του 2013. Από την άλλη, η Ιρλανδία έχει ανακάμψει από το 2011, συζητά την απεμπλοκή της από τη δανειακή σύμβαση με την τρόικα, και εντούτοις οι τράπεζες καταγράφουν ακόμα ζημιές. Τι συμβαίνει;
Η συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση και ειδικότερα στην Ευρωζώνη καταργεί τη δυνατότητα άσκησης συναλλαγματικής πολιτικής, ενώ το καθεστώς λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας περιορίζει τη νομισματική πολιτική στις διαθέσεις των τραπεζών να ανταποκρίνονται λιγότερο ή περισσότερο στη ζήτηση χρήματος από τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Ετσι παραμένει στην κυβερνητική ευχέρεια η δημοσιονομική και εισοδηματική πολιτική. Ομως, σε χώρες όπως η Ελλάδα ή η Ιρλανδία, όπου οι μετοχές των τραπεζών έχουν περιέλθει στο Δημόσιο λόγω της κεφαλαιοποίησής τους με δημόσιο χρήμα, η δυνατότητα πολιτικής παρέμβασης επεκτείνεται και στον βαθμό ανταπόκρισης των τραπεζών στη ζήτηση χρήματος.
Και κάπου εδώ αρχίζει το πρόβλημα. Κατά τη διάρκεια της κρίσης, η κυβέρνηση της Ιρλανδίας παρενέβη στη διοίκηση των τραπεζών, μείωσε τα επιτόκια χορηγήσεων σε βάρος των περιθωρίων κερδοφορίας τους (μειώθηκαν ως και 80%), με στόχο την ενίσχυση της ρευστότητας και τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων. Αντίθετα, στην Ελλάδα την περίοδο της κρίσης τα εθνικά όρια νομισματικής πολιτικής έχουν παραδοθεί στην απόλυτη ευχέρεια των διοικήσεων των τραπεζών. Ετσι τα επιτόκια χορηγήσεων παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, ενώ τα περιθώρια κερδοφορίας των τραπεζών αποτελούν ίσως τα υψηλότερα στην Ευρωζώνη (στη διάρκεια της κρίσης μειώθηκαν λιγότερο από 30% σε σχέση με την προ κρίσης περίοδο).
Αποτέλεσμα: το 2012 η επιβάρυνση της οικονομίας σε πληρωμή τόκων ήταν στο 10,5% του ΑΕΠ στην Ελλάδα και στο 6,8% στην Ιρλανδία. Μόνο που 3,7% του ΑΕΠ είναι μια τεράστια επιβάρυνση όταν έρχεται να προστεθεί στη φορολογική επιβάρυνση κατά 24,7% του ΑΕΠ στην Ελλάδα και 21,6% στην Ιρλανδία. Επιτέλους, η κυβέρνηση πρέπει να ασκήσει υποβοηθητική νομισματική πολιτική μειώνοντας τα επιτόκια χορηγήσεων σε βάρος της κερδοφορίας των τραπεζών, δίνοντας προτεραιότητα στην ανάκαμψη της πραγματικής οικονομίας, που αποτελεί τον αιμοδότη της φορολογικής βάσης και της δημοσιονομικής εξυγίανσης.