Ο??λοκληρώθηκε την περασμένη Κυριακή η χειρότερη προεκλογική περίοδος που διένυσε η χώρα. Οχι γιατί επικράτησε κλίμα πόλωσης, το οποίο εξουθένωσε τους πολίτες θέτοντάς τους διλήμματα μεγαλύτερα από αυτά στα οποία θα μπορούσε να απαντήσει η επόμενη ημέρα. Αλλά και γιατί η ατμόσφαιρα κρίσης ανέδειξε με ένταση όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά της εγχώριας δημόσιας σφαίρας. Τις εγγενείς αδυναμίες επικοινωνιακών επιτελείων, δημοσκόπων και μιντιακής λειτουργίας.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνον ότι δεν συζητήθηκαν ούτε αυτοδιοικητικά ζητήματα ούτε καν ευρωπαϊκά. Αλλωστε θεωρείται εδώ και χρόνια ότι δεν είναι θέματα που «πουλάνε» και ως εκ τούτου αναλαμβάνουν επαγγελματίες της πολιτικής επικοινωνίας να διαμορφώσουν τον λόγο που προτιμά η μιντιακή σκηνοθεσία. Και εδώ αρχίζει το πρόβλημα. Γιατί ο εύκολος δρόμος είναι το παιχνίδι με τους φόβους των ψηφοφόρων. Ορισμένοι το επέλεξαν. Αλλοι επενδύουν στο πιο παραδοσιακό «σκληρό πολιτικό ροκ» ανεξαρτήτως αν έχει σχέση και το ευνοούν οι συνθήκες της χώρας.
Πάντως, οι επικοινωνιολόγοι είναι αυτοί που διαμορφώνουν την αφήγηση για την επόμενη ημέρα του τόπου. Και δεν γίνεται να μην αναρωτηθούμε τι γίνεται όταν αυτή είτε κινείται στις γκρίζες ζώνες της συνταγματικής νομιμότητας, προκαλώντας σύγχυση ως προς συστατικές αξίες της δημοκρατίας, ή βρίσκεται πέραν της πραγματικότητας των αναγκών των πολιτών και της χώρας; Τι γίνεται όταν ακραίες επιλογές επικοινωνιακών επιτελείων, προς τις οποίες δείχνει άλλωστε προτίμηση το μιντιακό περιβάλλον και δη η σκηνοθεσία των πανελικών συζητήσεων, διαστρέφουν και κατευθύνουν την προσοχή προς ζητήματα άκαιρα και σε περιοχές μακράν των πραγματικών προβλημάτων των ψηφοφόρων.
Τέτοιο παράδειγμα, το οποίο αποκάλυψε και την ύπαρξη σοβαρού προβλήματος δημοκρατικής αγωγής είναι η υπόθεση του τζαμιού των Αθηνών και η πρόταση για τοπικά δημοψηφίσματα. Η εν λόγω αφήγηση μιας φοβικής Αθήνας μπορεί να απορρίφθηκε παταγωδώς στην κάλπη. Ωστόσο έθεσε τον προβληματισμό για το αν και πώς αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα και παρεμβαίνουν σε αυτή τα επικοινωνιακά επιτελεία, διαμορφώνοντας όρους δημόσιου διαλόγου, για τους οποίους πάντως αυτά ουδέποτε θα κριθούν.
Την επομένη της ήττας του δημοκρατικού υποψηφίου στις ΗΠΑ το 2004, ένας εκ των διασημότερων επικοινωνιολόγων (Τζέιμς Κάρβιλ) δήλωνε: «Θα μπορούσαμε να εκλέξουμε οποιονδήποτε ηθοποιό του Χόλιγουντ, με την προϋπόθεση ότι θα μπορούσε να αφηγηθεί μια ιστορία που θα έλεγε στους Αμερικανούς τι είναι η χώρα και πώς τη βλέπει. Η αφήγηση κάθε φορά είναι το κλειδί των πάντων». Ηταν η εποχή που οι Ρεπουμπλικανοί διαμόρφωσαν την αφήγηση της Αμερικής του Μπους. Πρώτος στόχος να πείσουν ότι ο δικός του πρόεδρος θα προστάτευε τους Αμερικανούς από τους τρομοκράτες της Τεχεράνης. Λίγο αργότερα κατέρρεε ολόκληρο το οικοδόμημα περί προστασίας των Αμερικανών από τον Κατρίνα που κατέστρεψε τη Νέα Ορλεάνη. Ακόμη και τότε οι επικοινωνιολόγοι του Μπους επέμεναν ότι μπορούσε να ανατραπεί το κλίμα, όχι χάρη σε μια γενναία πρωτοβουλία υπέρ των πληγέντων, αλλά με μια έξυπνη εκστρατεία στα μίντια. Η πραγματικότητα της αμερικανικής κοινωνίας τους διέψευσε.
Ενα πιο ελαφρύ και χαριτωμένο παράδειγμα, απλώς ενδεικτικό όμως, της αδυναμίας επικοινωνιακών επιτελείων να συνδεθούν με την εγχώρια πραγματικότητα, ήταν το προεκλογικό σποτ του «Ποταμιού», αντιγραφή από παρόμοιο του Ομπάμα, το οποίο παρά τις εμφανείς καλές προθέσεις να διευρύνει το εκλογικό ακροατήριο απέτυχε παταγωδώς. Η κολοσσιαία διαφορά ήταν ότι το ομπαμικό σποτ –αντιγραφή και αυτό από παρόμοιο του Πούτιν, το οποίο είχε όντως κατηγορηθεί ως σεξιστικό– προσαρμόστηκε από τους έμπειρους Αμερικανούς επικοινωνιολόγους με χειρουργική ακρίβεια στην αφήγηση του Ομπάμα για το ποια είναι η Αμερική που προτείνει, οι νέες αξίες της – ειδικώς μιας μετα-Sex and the city κοριτσίστικης γενιάς της κρίσης. Παράλληλα υπηρετούσε την πρότασή του για το νομοσχέδιο Obama-care και τον έλεγχο των γεννήσεων. Επιλέχτηκε να πρωταγωνιστήσει ένα σύμβολο της αμερικανικής νεολαίας, η μάλλον ασχημούλα αλλά πολύ πετυχημένη Λένα Ντάναμ, δημιουργός της σειράς «Girls», η οποία θεωρείται ότι εκφράζει τη γενιά των «20 something» πολιτικοποιημένων κοριτσιών που αγαπούν περισσότερο τα βιβλία και το γράψιμο από τα σινιέ ψηλοτάκουνα της Σάρα Τζέσικα Πάρκερ. Να σημειωθεί ότι εκείνο το σποτ είχε ενθουσιάσει τις φεμινίστριες της Αμερικής.
Αντιθέτως το σποτ του «Ποταμιού» δεν εμπεριείχε σαφή πολιτική πρόταση προς τους νέους, έμεινε μόνον ο υπαινιγμός του σε σχέση με το πρόσωπο του αρχηγού, δίνοντάς του αναπόφευκτα σεξιστική χροιά.
Αλλά αυτό ήταν το μικρότερο πρόβλημα σε μια προεκλογική περίοδο όπου οι συζητήσεις παγιδεύτηκαν από δημοσκοπήσεις και exit polls, τα οποία δημιουργούσαν προσδοκίες για πολιτικά αποτελέσματα, που ουδόλως επιβεβαίωσαν οι κάλπες και από επικοινωνιακές επιλογές, οι οποίες απευθύνονταν στο πιο σκοτεινό κομμάτι των ψηφοφόρων. Αποτέλεσμα μια αίσθηση καμένης, άνυδρης γης στη δημόσια σφαίρα, απαξίωσης των πολιτικών επιχειρημάτων και θριάμβου, της παλιάς, γνώριμης συνταγής της επιλογής προσώπων από τη δεξαμενή του μιντιακοποδοσφαιρικού θεάματος.