Η χώρα οδηγείται (και πάλι) σε εκλογές, με ευθύνη φυσικά του ίδιου του πρωθυπουργού, ο οποίος θεώρησε ότι η παρούσα Βουλή έκλεισε τον κύκλο της επειδή το κόμμα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς διασπάστηκε. Αν καταλαβαίνω καλά από τις δηλώσεις επιφανών στελεχών του καταρρέοντος κυβερνητικού σχηματισμού, το κόμμα διασπάστηκε επειδή κάποιοι πρώην αντιμνημονιακοί ψήφισαν τώρα ένα σκληρό «μνημόνιο» —που μετά τις εκλογές θα γίνει «μνημόνιο με ανθρώπινο πρόσωπο»—, ενώ κάποιοι άλλοι (πρώην και νυν) αντιμνημονιακοί θέλουν να οικοδομήσουν το «σοσιαλισμό σε μία μόνο χώρα» με κάτι υποτιμημένα φραγκοδίφραγκα ως εθνικό νόμισμα. Δεν χρειάζεται να αναφερθώ αναλυτικά στην παράλληλη θεσμική παρωδία των τελευταίων ημερών. Το θέαμα με την κ. Ζωή Κωνσταντοπούλου «ταμπουρωμένη» στην προεδρία της Βουλής αλλά και η απαξίωση του πρωθυπουργού απέναντι στη διαδικασία των «διερευνητικών εντολών» είναι επαρκείς ενδείξεις για το δημοκρατικό ήθος της προηγούμενης διακυβέρνησης.
Οι εκλογές όμως, είτε έτσι είτε αλλιώς, θα γίνουν, και οι λεπτομέρειες αυτές θα ξεχαστούν, όπως ξεχάστηκαν και τόσες άλλες πολιτικάντικες μανούβρες της εξουσίας. Ας κρατήσουμε όμως τη δύναμη τη συνήθειας: ο Αλέξης Τσίπρας ζήταγε από τους άλλους πρωθυπουργούς εκλογές κάθε εβδομάδα εδώ και πέντε χρόνια? τώρα τις ζητάει και από τον εαυτό του, με την ελπίδα ότι θα ξαναγίνει πρωθυπουργός. Για άλλη μια φορά, «ο πειρασμός της εξουσίας» φαίνεται να είναι υπέρτερος από την «τέχνη της διακυβέρνησης». Η λεγόμενη «ριζοσπαστική αριστερή» πολιτική ήδη έχει εκφυλιστεί σε σύγκρουση στρατοπέδων, μηχανισμών και προσώπων, συνοδευμένη μάλιστα με τα γνωστά ηθικολογικά στερεότυπα της (εκατέρωθεν) «προδοσίας». Το μελό ταιριάζει στην αριστερά: το «γελαστό παιδί», λέει ο κ. Στέλιος Παππάς, δεν πρέπει να σκοτωθεί «από τους δικούς του» αλλά και ούτε να συμμαχήσει με τους πρώην αντιπάλους του ! Γι αυτό και οι τεθλιμμένοι σύντροφοι του ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθούν να διακινούν το σενάριο της διεκδικούμενης αυτοδυναμίας, είτε ως άμεση πίεση συσπείρωσης είτε ως μελλοντική γέφυρα με τους δραχμικούς συγγενείς τους.
Το σενάριο ωστόσο της έλλειψης αυτοδυναμίας είναι ένα αρκετά πιθανό για τις επόμενες εκλογές. Και βέβαια αυτό το σενάριο ανοίγει το δρόμο σε νέες κυβερνητικές συνεργασίες. Για να μπορέσει άλλωστε η χώρα να βρει το βηματισμό της θα χρειαστούν ξανά ευρύτερες συναινέσεις, που δεν μπορεί να τις προσφέρει ούτε «το κόμμα της δραχμής» ούτε οι ευκαιριακοί δορυφόροι που θα καταγράφουν τη μεταπολιτική αγανάκτηση των πολιτών. Το μεγάλο λάθος όμως του κ. Τσίπρα είναι ότι στήνει κάλπικες κάλπες, ενώ γνωρίζει ότι το μέγεθος του προβλήματος υπερβαίνει και τον ίδιο και το κόμμα του. Ο κ. Τσίπρας νομίζει ακόμη ότι το στοίχημα του κόμματος του είναι να κερδίσει τις εκλογές με έναν ακόμη λαϊκιστικό ελιγμό. Το πρόβλημα ωστόσο της χώρας είναι να αποκτήσει μια Αριστερά με διαφορετική πολιτική κουλτούρα, που θα συμβάλλει, με το μερίδιο που της αναλογεί, στην προοδευτική διακυβέρνηση.
Είναι σαφές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ καλλιεργεί μια νέα αυταπάτη, με φανταστικό συνένοχο την ίδια την δοκιμαζόμενη κοινωνία. Ζητάει τη λευκή επιταγή μιας αυτοδυναμίας, μέσω ενός σκανδαλώδους εκλογικού νόμου, που παράγει πλαστή κοινοβουλευτική δύναμη. Ο νόμος βέβαια δεν άλλαξε αλλά νομίζω πως κοινωνία δεν θα δώσει τέτοια λευκή επιταγή. Όχι μόνο γιατί βίωσε τις επιπτώσεις μιας καταστροφικής διακυβέρνησης αλλά και γιατί ήδη βλέπει πως χρειάζεται ένας πρόχειρος, έστω, οδικός χάρτης για να αντιμετωπίσει την επόμενη δύσκολη μέρα του «Μνημονίου 3». Στις προηγούμενες εκλογές, ο κ. Τσίπρας επέλεξε να γίνει μηχανοδηγός στο «τρενάκι» του κ. Καμμένου. Αυτή τη φορά, όλοι οι προοδευτικοί πολίτες οφείλουν να εμποδίσουν τον εκτροχιασμό της χώρας, που θα οδηγήσει σε νέες περιπέτειες. Οι κάλπικες κάλπες της κυβέρνησης μπορούν να γίνουν η αφετηρία για ένα σχέδιο εθνικής μεταρρυθμιστικής ανασυγκρότησης, στο οποίο βέβαια δεν θα χωράνε ούτε οι «σταθμάρχες» του εθνολαϊκισμού αλλά ούτε και οι λαθρεπιβάτες ενός τυφλού δρομολογίου.
Για πρώτη φορά, ένας πρωθυπουργός προσπαθεί να μετατρέψει τη στρατηγική του ήττα σε επερχόμενη νίκη. Αλλά και για πρώτη φορά, η κοινωνία, σιωπηλά και αθόρυβα, εργάζεται για να μετατρέψει τον ωμό κυνισμό του απερχόμενου πρωθυπουργού σε μια νέα πρό(σ)κληση συναίνεσης, που ο ίδιος δεν θα μπορεί πια να την αγνοήσει. Το παραβάν δεν μπορεί να είναι ευκαιριακός αυτοσκοπός επιβεβαίωσης μιας δημοφιλίας αλλά δημοκρατικό μέσο, με το οποίο θα κριθεί η επόμενη μέρα της χώρας.
Δημοσιεύτηκε στο http://dimartblog.com