Κάλπες για την ανεύρετη ακόμα Παράταξη

Γιάννης Βούλγαρης 06 Δεκ 2021

Δεν είναι μόνο το συγκινησιακό σοκ από τον θάνατο της Φώφης Γεννηματά που εξηγεί το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης για την εκλογή νέου Προέδρου του ΚΙΝΑΛ. Και οι πολίτες που κατά χιλιάδες από όσο φαίνεται θα πάνε στις κάλπες αύριο, δεν κινητοποιούνται για τα πρόσωπα. Είναι η συνείδηση ότι η δομή που έχει λάβει το κομματικό σύστημα σήμερα είναι προβληματική και γι’ αυτό η δυναμική του παραμένει ανοιχτή και απρόβλεπτη. Είναι η αίσθηση του κενού που υπάρχει στον κεντροαριστερό και κεντρώο χώρο. Είναι η επίγνωση της κρισιμότητας που έχει αποκτήσει η Πολιτική στην εποχή των γιγάντιων μετασχηματισμών που ζούμε. 

Αποτελεί ανοιχτό στοίχημα για το μέλλον αν, πώς και πότε ο κεντροαριστερός πολιτικός χώρος θα μπορέσει να πραγματοποιήσει με ανάλογη επιτυχία το εγχείρημα που έκανε ο Κυριάκος Μητσοτάκης για τον δεξιό και κεντροδεξιό χώρο: να επιβάλει μια προγραμματική και ουσιαστική στροφή στο «κέντρο» εκσυγχρονίζοντας τον λόγο και την εικόνα ενός φθαρμένου κόμματος. Ο Αλέξης Τσίπρας απέτυχε στο ανάλογο εγχείρημα, και από όσο φαίνεται, δεν έχει τις προϋποθέσεις. Έπαιξε καθοριστικό ρόλο άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ και στην αποδόμηση του ΠΑΣΟΚ επί μνημονίων, αλλά τόσο η κυβερνητική του θητεία όσο και η παρωχημένη πολιτική του κουλτούρα, δεν φαίνεται να του επιτρέπουν να γίνει ο οικοδόμος μιας μοντέρνας μεταρρυθμιστικής δημοκρατικής παράταξης. Εξού και η δημοφιλία του παραμένει στάσιμη ήδη από το 2016. Έτσι έχει αποκρυσταλλωθεί εδώ και καιρό ένα κομματικό σύστημα με κυρίαρχο κόμμα (ΝΔ) και το δεύτερο (ΣΥΡΙΖΑ) να ακολουθεί χωρίς να έχει δυναμική εξουσίας. Σε αυτή την κατάσταση το ΚΙΝΑΛ βρήκε χώρο και επιβίωσε σε μια βάση «αντιδικομματικού ούτε-ούτε».

Ήταν ένας χώρος και μια θέση αμυντική και επισφαλής. Η αυριανή εκλογική διαδικασία είναι ένα στοίχημα που τίθεται στο κενό μεταξύ ενός ΣΥΡΙΖΑ που δεν μπορεί να μετασχηματιστεί και ενός ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ που θέλει να αναγεννηθεί. Μπορεί αυτό το κόμμα να πραγματοποιήσει ένα άλμα, να αλλάξει κατηγορία και μέγεθος, ώστε να πυροδοτήσει ευρύτερες αλλαγές στο κομματικό σύστημα; Για να υπάρξει μια νέα αφετηρία χρειάζονται δύο πράγματα. Το πρώτο είναι η ενότητα και συνοχή του κόμματος την επαύριο των εκλογών, η προσπάθεια επανασυσπείρωσης του χώρου και το άνοιγμα στις δυνάμεις που μπορούν να αναγνωριστούν στην ιστορία και τη διαδρομή της ευρύτερης Δημοκρατικής Παράταξης. Το δεύτερο και κυριότερο είναι οι απαντήσεις που θα δώσει συλλογικά του κόμμα αυτό σε τρία αλληλένδετα ζητήματα: της ιδεολογικής ταυτότητας, της εθνικής στρατηγικής, και της λειτουργίας του στο πλαίσιο του κομματικού ανταγωνισμού. 

Από τη γέννησή του το ΚΙΝΑΛ εντάχθηκε στη Σοσιαλδημοκρατική οικογένεια, καταλαμβάνοντας τη θέση που είχε το ΠΑΣΟΚ από το 1990. Είναι ευρέως αποδεκτό ότι η ιστορική Σοσιαλδημοκρατία αποτελεί παρελθόν, αλλά είναι επίσης γνωστό ότι τα εθνικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα γνωρίζουν αυτή την περίοδο μια σειρά επιτυχιών σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, με κορύφωση τη Γερμανία. Το γεγονός οφείλεται αφενός στην υποχώρηση ή αποτυχία των λαϊκιστικών δυνάμεων, αφετέρου στη νέα ατζέντα που αναδεύεται στις δυτικές κοινωνίες μετά την κρίση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού το 2008, τη συνακόλουθη κρίση της ευρωζώνης του 2010, και την πανδημία του 2019. Προβάλλει ένα νέο αίτημα κρατικής παρέμβασης, κοινωνικής μέριμνας, οικολογικής πολιτικής και οικονομικού-τεχνολογικού εκσυγχρονισμού. Διαμορφώνεται ένα νέο κέντρο βάρους γύρω από το οποίο περιστρέφεται ο κομματικός ανταγωνισμός, καθώς γίνεται επιτακτικότερος ο κοινωνικός, οικολογικός και ψηφιακός μετασχηματισμός των κοινωνιών. Τα αποκληθέντα «συστημικά» κόμματα, κεντροαριστερά και κεντροδεξιά, μοιάζουν ικανότερα τώρα να αντιμετωπίσουν τόσο τον ακροδεξιό και αριστερό λαϊκισμό, όσο και τον νεοφιλελευθερισμό των προηγούμενων δεκαετιών. Ειδικά η σοσιαλδημοκρατική κουλτούρα μπορεί να αποδειχτεί περισσότερο συμβατή με τη νέα τάση.

Το στοίχημα του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ τίθεται λοιπόν σε ένα ευνοϊκό διεθνές ιδεολογικό-προγραμματικό περιβάλλον. Αυτό όμως δεν φτάνει, χρειάζεται να το μεταφράσει σε μια δυναμική εθνική στρατηγική που θα προσανατολίζει τη χώρα στην νέα εποχή που ήδη διανύουμε. Ας μην ξεχνάμε ότι στην Ελλάδα και γενικότερα στη Νότια Ευρώπη, η «σοσιαλδημοκρατία» είχε διαφορετική φυσιογνωμία και ιστορική λειτουργία από εκείνη των πιο ανεπτυγμένων χωρών του Βορρά. Απλοποιώντας στο έπακρο, θα λέγαμε ότι εκεί προείχε η αναδιανομή του πλούτου που παρήγε μια πλούσια και δυναμική οικονομία. Στη Νότια Ευρώπη όμως, η κατάσταση ήταν διαφορετική, τα κόμματα είχαν να διαχειριστούν την προσαρμογή της χώρας τους στη νέα δυναμική του εκδημοκρατισμού, της διεθνοποίησης και της παγκοσμιοποίησης. Έτσι, πέρα από την αναδιανομή, αποκτούσαν καθοριστικό ρόλο η πολιτική στρατηγική και η ποιότητα της ηγεσίας, οι μορφές κρατικής παρέμβασης στην οικονομία η εθνική ταυτότητα ως στοιχείο κοινωνικής συνοχής, η διαχείριση της σχέσης εθνικού-υπερεθνικού γενικότερα. Το αποτύπωμα του ΠΑΣΟΚ σε εκείνη την ιστορική φάση ήταν καθοριστικό: με τα συν (ένταξη στον στενό πυρήνα της ΕΕ, κοινωνικός εκσυγχρονισμός, άνοδος βιοτικού επιπέδου) και τα πλην (παγίωση ενός κρατικιστικού-συντεχνιακού-πελατειακού μοντέλου, υπερδανεισμός). Ο απολογισμός δεν μπορεί παρά να είναι αντικείμενο κριτικής αποτίμησης και όχι νοσταλγίας. Κριτικής αποτίμησης που παράγει αυτογνωσία, χρήσιμη αφού το ΠΑΣΟΚ φαίνεται να επανέρχεται στο προσκήνιο. Αυτογνωσίας πολύτιμης επιπλέον γιατί βρισκόμαστε σε μια παρόμοια φάση όπου η Ελλάδα αναζητά την κατάλληλη εθνική στρατηγική για να προσαρμοστεί όσο πιο δυναμικά μπορεί στον νέο διεθνή καταμερισμό εργασίας και στις νέες γεωπολιτικές πραγματικότητες. Η σοσιαλδημοκρατική ταυτότητα που προτάσσει το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ και η ευρύτερη Δημοκρατική Παράταξη, θα δοκιμαστεί συγκεκριμένα σε αυτό το πεδίο της εθνικής στρατηγικής για τη νέα εποχή και όχι αφηρημένα στο επίπεδο της ιδεολογικής ταυτότητας. Και εδώ δεν αρκούν τα «ούτε-ούτε», και ακόμα λιγότερο ψευδεπίγραφες «προοδευτικότητες». Χρειάζεται η πλήρης, δημιουργική και αυτόνομη προσχώρηση στη ατζέντα της νέας εποχής, όπως και η ευθεία αντιπαλότητα στις νοοτροπίες και τις πολιτικές που καθηλώνουν την Ελλάδα στο παρελθόν της παρατεταμένης εθνικής επισφάλειας.

Με αυτή την αφετηρία, το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ, η Δημοκρατική Παράταξη, μπορούν να βρουν άμεσα τη δική τους διακριτή λειτουργία στο πεδίο του κομματικού ανταγωνισμού ως δύναμη πολιτικής-προγραμματικής αντιπολίτευσης. Το αντίθετο δηλαδή της λεγόμενης «δομικής» αντιπολίτευσης, όπως έχει ονομαστεί στην Ελλάδα η κυνική, λεκτικά χυδαία και εθνικά καταστροφική άρνηση των πάντων, ακόμα και των αυτονόητων, στο όνομα της μελλοντικής ανόδου του κόμματος στην εξουσία. Στο πεδίο αυτό το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ δεν έχει παρά να ακολουθήσει και να κεφαλαιοποιήσει την εποικοδομητική αντιπολιτευτική στάση που ακολουθεί στο κυρίαρχο πρόβλημα της περιόδου, την πανδημία. Και να την αντιδιαστείλει με εκείνη του ΣΥΡΙΖΑ που επενδύει στην υγειονομική καταστροφή, αλλάζοντας θέσεις μέρα-παραμέρα.

Πάντως, ακόμα και στην εποχή της επικοινωνίας και των Δικτύων, η Πολιτική διατηρεί τελικά και τη σωματική της διάσταση. Κοντολογίς, πολλά εξαρτώνται από την προσέλευση του κόσμου της Δημοκρατικής Παράταξης στις κάλπες αύριο. Ευτυχώς, οι ψηφοφόροι του ΚΙΝΑΛ δηλώνουν εμβολιασμένοι κατά 95%.

Πηγή: www.tanea.gr