Αν σήμερα συγκεντρώσει κανείς τις αντιδράσεις στην επιμονή του κ. Φώτη Κουβέλη και της ΔΗΜΑΡ στα εργασιακά ζητήματα της συμφωνίας με τους δανειστές, θα δει ότι χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες: σε εκείνους που θεωρούν ότι αποτελεί μία επικίνδυνη επιλογή, παραμονή του στραγγίσματος των εθνικών ταμείων, και σε εκείνους που θεωρούν ότι όλο αυτό αποτελεί μια τέλεια πολιτική σκηνοθεσία, προκειμένου να αποκαθαρθεί η ΔΗΜΑΡ από το τεράστιο «έγκλημα» που διέπραξε, να στηρίξει μια συμμαχική κυβέρνηση σωτηρίας.
Υπάρχει όμως και μία τρίτη πτυχή, η οποία, αν η χώρα δεν βρισκόταν στο οριακό σημείο που βρίσκεται σήμερα, θα ήταν, ίσως, εκείνη που θα είχε και τη μεγαλύτερη σημασία να συζητήσουμε. Εκείνη που αφορά στην κουλτούρα συνεργασίας. Στα ελληνικά πράγματα, έννοια ξεχασμένη, που περιορίζεται μόνο στην παρατήρηση των υπολοίπων διεθνών πολιτικών συστημάτων, στα οποία αποτελεί σχεδόν μόνιμη πρακτική. Αν και μια από τις βασικές μετεκλογικές διαπιστώσεις ήταν ότι «πρέπει να μάθουμε να ζούμε με κυβερνήσεις συνεργασίας», με τόνους που έμοιαζαν λες και πρόκειται για κάτι που έπεσε επάνω μας σαν κατάρα, ως πραγματικότητα φαίνεται ότι δεν είμαστε έτοιμοι ακόμη να το αντιμετωπίσουμε.
Η στάση της ΔΗΜΑΡ στα εργασιακά, ή νωρίτερα του ΠΑΣΟΚ στην ανάγκη νέου κουρέματος, δεν πρέπει να αξιολογηθούν μόνο στο πεδίο της πολιτικής τακτικής, αν δηλαδή διευκολύνουν ή όχι τον κ. Αντώνη Σαμαρά στη συνολική διαπραγμάτευση. Διότι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, μας εισάγουν σε έναν «καινούργιο κόσμο» διαλόγου, αντιπαράθεσης, σύνθεσης ή ακόμη και σύγκρουσης, όχι με όρους κυβέρνησης – αντιπολίτευσης, αλλά στο πλαίσιο λειτουργίας ενός κυβερνητικού σχήματος, εθνικού, μάλιστα, σκοπού. Εγχείρημα συνεργασίας που έως τώρα έχουμε δει μόνο στην τοπική αυτοδιοίκηση.
Η ΔΗΜΑΡ και ο κ. Κουβέλης, δεν ανέλαβαν απλώς το ρίσκο να μετάσχουν σε μία κυβέρνηση, αντί να είναι «απέναντι» και να εισπράττουν πολιτικά, κάνοντας εύκολη κριτική και επιδεικνύοντας αγωνιστικό πνεύμα. Ανέλαβαν, όπως και οι υπόλοιποι κυβερνητικοί εταίροι, και την «ευθύνη» στην εισαγωγή σε μία νέα πολιτική πραγματικότητα, που απαιτεί διάλογο και συνθέσεις – και μάλιστα όχι με συγγενείς πολιτικές δυνάμεις – που μπορεί να θεωρούνται αυτονόητες αλλού, στην Ελλάδα όμως χρειάζεται χρόνος, ώστε να μην δαιμονοποιούνται και να μην πέφτουν θύματα μικροκομματικών συμφερόντων και τακτικισμών. Είναι όμως μια μεγάλη ευκαιρία, διότι αν η τρικομματική κυβέρνηση περάσει τον πιο επικίνδυνο κάβο, έρχονται σημαντικά πεδία πολιτικής δοκιμασίας: οι πολιτικές ανάπτυξης, το μέτωπο κατά της ρατσιστικής βίας, τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι εξελίξεις στα Πανεπιστήμια.