Η διαφαινόμενη πρόθεση του Δημάρχου Αθηναίων κ. Καμίνη να είναι υποψήφιος για την ηγεσία της Κεντροαριστεράς αντιμετωπίστηκε με ιδιαίτερα ρηχό τρόπο από τους γνωστούς δικαστές προθέσεων και τους εκφραστές υπεραπλουστευμένων γενικεύσεων και κατηγοριοποιήσεων. Γιατί το έκανε; Γιατί τώρα; Είναι σε συνεννόηση με κάποιον ή κάποιους; Θα εκφράσει μόνο το εκσυγχρονιστικό μπλοκ ή θα επιδιώξει και μεγαλύτερες συσπειρώσεις; Ο ίδιος είναι σοσιαλδημοκράτης, κεντροαριστερός, κεντρώος, εκσυγχρονιστής, φιλελεύθερος, κάτι άλλο, δεν ξέρω/δεν απαντώ; Και έτσι κάθε φορά η πολιτική συζήτηση συρρικνώνεται και απολιτικοποιείται.
Δεν έχω αντίρρηση, μερικά από αυτά τα ερωτήματα τίθενται ευλόγως. Αλλά οι απαντήσεις που δίνουν ορισμένοι θυμίζουν την απίστευτη ατάκα του Γούντυ Άλεν: «Έχω μια απάντηση, έχετε καμιά ερώτηση;». Θέτουν την ερώτηση, γιατί θέλουν να πετάξουν την έτοιμη απάντηση και να εγκλωβίσουν τους πάντες στα κουτάκια τους.
Αρχικά η υποψηφιότητα Καμίνη δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται απλά ως καλοδεχούμενη. Δεν υπάρχει εδώ κανένας οικοδεσπότης ο οποίος δέχεται επισκέψεις και θεωρεί κάποιες από αυτές καλοδεχούμενες και κάποιες όχι. Μια υποψηφιότητα μπορεί να είναι θετική η αρνητική, να συσπειρώνει ή να μη συσπειρώνει, ενδιαφέρουσα ή αδιάφορη. Η υποψηφιότητα Καμίνη είναι θετική, συσπειρώνει και ενδιαφέρουσα.
Φέρνει νέα πρόσωπα στην υπόθεση της Κεντροαριστεράς ή όχι; Η υποψηφιότητα Καμίνη φέρνει νέο κόσμο. Απαντά στο μείζον ερώτημα που απασχολεί τον χώρο της Κεντροαριστεράς ή δεν απάντα; Απαντά. Αυτό είναι το αν αυτός ο χώρος συνεχίζει με τον σημερινό ομοσπονδιακό πολυκομματικό του χαρακτήρα ή υπερβαίνει τα κόμματα και ενοποιείται; Η υποψηφιότητα ενός ατόμου που δεν ανήκει σε κανένα από τα κόμματα και κινήσεις του χώρου, είναι αυτονόητο ότι ευνοεί την υπέρβασή τους. Φανταστείτε έναν επικεφαλής χωρίς κόμμα, με κάτω από αυτόν αρχηγούς άλλων κομμάτων. Σούρεαλ καταστάσεις.
Θα ζητήσω εδώ να μου συγχωρεθεί μια σχετικά μεγάλη παρένθεση, αλλά νομίζω απαραίτητη. Υπάρχει μια διαδεδομένη αντίληψη ότι τα συνδικάτα είναι εκείνος ο πυλώνας πάνω στον οποίο στηρίχθηκε η ανάπτυξη της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας κατά τον 20ο αιώνα. Δεν είναι λανθασμένη. Είναι όμως μονομερής.
Η μετεξέλιξη των μαρξιστικών κομμάτων σε σοσιαλδημοκρατικά ξεκίνησε μέσα από τη δράση τους στον χώρο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Στην κεντρική πολιτική σκηνή αυτά τα κόμματα αιωρούνταν ανάμεσα στην αντίληψη για ριζική ανατροπή του καπιταλισμού και στην ανάγκη βελτίωσης της καθημερινής ζωής των εργαζομένων. Τα αιτήματα για εργασιακή και ιατρική ασφάλιση, για συνταξιοδότηση και προστασία της τρίτης ηλικίας, για προστασία της μητρότητας και της ανατροφής των παιδιών, για ενιαίο σχολείο στο οποίο θα είχαν πρόσβαση όλοι, πέρασαν μέσα από τη δράση δημάρχων που ανήκαν σε σοσιαλιστικά κόμματα. Σταδιακά, αυτά τα αιτήματα έγιναν πολιτικό πρόγραμμα της μεσοπολεμικής σοσιαλδημοκρατίας και πράξεις στη μεταπολεμική Ευρώπη. Ο αποκαλούμενος τότε «δημοτικός σοσιαλισμός» επηρέασε τόσο πολύ τις πολιτικές πρακτικές που ενσωματώθηκε στη συνέχεια και στο προγραμματικό πλαίσιο δεξιών κομμάτων.
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι ο χώρος στον οποίο οι αρχές της ισότητας αποτελεσμάτων και ευκαιριών, της κοινωνικής αλληλεγγύης, της κοινωνικής δικαιοσύνης και αναδιανομής βρήκαν τις πρώτες δυνατότητες εφαρμογής τους. Στη συνέχεια, μόνο και εφόσον αναπτύχθηκε το κράτος παροχής υπηρεσιών, αυτές μετατράπηκαν σταδιακά σε πολιτικές πρακτικές της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Τυχαίο είναι που ο Γερμανός σοσιαλδημοκράτης Καγκελάριος Βίλυ Μπραντ, ξεκίνησε το 1957 την πολιτική του καριέρα ως Δήμαρχος του Βερολίνου;
Ο σημερινός δήμαρχος Αθηναίων συμπυκνώνει με σύγχρονο τρόπο και μέσα στην υπάρχουσα κρίση αυτήν ακριβώς την περιγραφόμενη εδώ ιστορία της Σοσιαλδημοκρατίας. Μέσω του Κόμβου Αλληλοβοήθειας, του Κοινωνικού Παντοπωλείου, του Προγράμματος «Αλληλεγγύη στην Οικογένεια», του Κέντρου Υποδοχής και Αλληλεγγύης, της Κοινωνικής Πολυκατοικίας παρέχει κοινωνικές υπηρεσίες σε χιλιάδες οικογένειες. Με το παράδειγμα της πολιτικής του στον τομέα παροχής κοινωνικών υπηρεσιών συν τη σθεναρή του στάση κατά των νεοναζιστών που αντανακλά την άλλη πλευρά της πολιτικής του αφήγησης υπέρ μιας πραγματικά φιλελεύθερης και ανοικτής υπέρ των ατομικών δικαιωμάτων κοινωνίας, μάς προσφέρει στο πιάτο αυτό που ονομάζεται σοσιαλδημοκρατική πολιτική. Είτε ο ίδιος το θεωρητικοποιεί έτσι είτε όχι. Ο κ. Καμίνης με το έργο του, ανεξάρτητα και από τον όποιο αυτοπροσδιορισμό του, εκφράζει αυτό που λέμε σοσιαλδημοκρατική πολιτική.
Αν ταυτοχρόνως η υποψηφιότητα του κάμψει και τους δισταγμούς νέων προσώπων, εντός των σημερινών κομμάτων, να ριχθούν και αυτά, μαζί του ή παράλληλα, στη μάχη κατά της αναπαλαίωσης και υπέρ της ανανέωσης, τότε είτε εκλεγεί είτε όχι η συνεισφορά του θα είναι υπερπολύτιμη. Η υποψηφιότητα του δεν είναι απλά καλοδεχούμενη, αλλά αν δεν υπήρχε, θα έπρεπε να «εφευρεθεί. Αυτό ακριβώς είχα υποστηρίξει δημόσια και κατ’ ιδίαν σε ανύποπτο χρόνο, ενάμιση χρόνο πριν ο ίδιος διαρρεύσει την πρόθεση υποψηφιότητας του. Τώρα πλέον δεν χρειάζεται η ελληνική Σοσιαλδημοκρατία να βιαστεί ή να περιμένει, βιάζονται τα πράγματα από μόνα τους.