Επειτα από… επτά μήνες διαβουλεύσεων με φάσεις εντάσεων και δυσκολιών, η κυβέρνηση συζητά και ψηφίζει σήμερα στη Βουλή το τελικό αποτέλεσμα της σχετικής συμφωνίας, με τη μορφή ενός πολυνομοσχεδίου-σκούπα, την ύστατη στιγμή, εξαντλώντας όλες τις σχετικές προθεσμίες. Τα ερωτήματα είναι πολλά. Το πρώτο αφορά την καθυστέρηση. Με βάση το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης, που κατέληξε σε έναν αναμενόμενο συμβιβασμό χωρίς καμία έκπληξη, είναι μάλλον αδικαιολόγητη και επιζήμια για τη χώρα αυτή η καθυστέρηση.
Το δεύτερο ερώτημα αφορά τη διαδικασία. Τόσο τον χαρακτήρα των πολυνομοσχεδίων τύπου «σκούπα», όσο και τη διαδικασία του «κατεπείγοντος» για νομοθετικές ρυθμίσεις τόσο σημαντικού ενδιαφέροντος. Αντιλαμβανόμεθα την «έκτακτη ανάγκη», αλλά δεν μπορεί να λειτουργεί ως «κολυμβήθρα του Σιλωάμ» για προφανείς πολιτικές σκοπιμότητες ή και, σε ορισμένες περιπτώσεις, για την «κάλυψη» διαχειριστικών ανικανοτήτων ή ανακολουθιών και ευθυνών υπουργών. Πρόκειται για διαδικασίες που δεν τιμούν το κοινοβουλευτικό μας πολίτευμα και κυρίως δεν προάγουν την αξιοπιστία του πολιτικού μας συστήματος.
Το τρίτο ερώτημα αφορά την ουσία των ρυθμίσεων. Μια κατηγορία αφορά το καθεστώς εμπορίας, παραγωγής και διακίνησης διαφόρων προϊόντων που επηρεάζει επαγγελματικές ομάδες και βέβαια τον καταναλωτή. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχουν αναχρονιστικές ρυθμίσεις, που δεν ανταποκρίνονται στις σημερινές συνθήκες και απαιτούνται αλλαγές. Αρκεί βέβαια να γίνουν με τέτοιο τρόπο, που να μην υποβαθμίζεται η προστασία των καταναλωτών, εν ονόματι μιας «αυτορυθμιζόμενης» αγοράς που δεν επιβεβαιώνει αυτόν τον χαρακτηρισμό.
Δυστυχώς το γενικό πνεύμα των «απελευθερωτικών ρυθμίσεων» έχει έντονα νεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά απορρύθμισης, προς όφελος «ισχυρών και μεγάλων», έναντι των «μικρών και των μεσαίων». Στην ουσία, σε πολλές περιπτώσεις, εξυπηρετούνται συγκεκριμένα εμπορικά και παραγωγικά συμφέροντα, αντί να εξυγιαίνεται δομικά το κύκλωμα παραγωγής και εμπορίας και να στηρίζει με σωστό τρόπο την ελληνική παραγωγή.
Μια δεύτερη κρίσιμη κατηγορία ρυθμίσεων αφορά τους μισθούς, τις συντάξεις, το ασφαλιστικό σύστημα και τις εργασιακές σχέσεις με την επέκταση του θεσμού της ενοικίασης εργαζομένων. Οι σχετικές ρυθμίσεις είναι έντονα απορρυθμιστικές, με υψηλό κοινωνικό κόστος, καθώς μειώνονται βασικοί μισθοί, συντάξεις (επικουρικές) και ασφαλιστικές εισφορές, ενώ ενισχύεται η αποσταθεροποίηση ενός υπό κατάρρευση ασφαλιστικού συστήματος. Μια τρίτη κατηγορία ρυθμίσεων, σημαντικότατη, αφορά την επανιδιωτικοποίηση των τραπεζών, όπου υπάρχουν κρίσιμα ζητήματα, καθώς η κυβέρνηση οδηγείται σε διαδικασίες πώλησης, με σημαντικές απώλειες απ? ό,τι φαίνεται του ελληνικού Δημοσίου, που θα επιβαρύνει προφανώς το χρέος και εν τέλει τον Ελληνα φορολογούμενο. Είναι ένα θέμα που απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή, καθώς μπορεί να δημιουργήσει «ουρές» που θα ταλαιπωρήσουν τη χώρα…
Τέλος, μια τέταρτη κατηγορία ρυθμίσεων περιέχει διορθωτικές επεμβάσεις προηγούμενων κακών ρυθμίσεων, που όμως στις περισσότερες περιπτώσεις οι ελαφρύνσεις είναι μικρές και ανεπαρκείς. Το πολυνομοσχέδιο εμφανίζεται από την κυβέρνηση ως «εργαλείο» και αφετηρία εξόδου της χώρας από την κρίση. Το βασικό κριτήριο όμως, για να συμβεί κάτι τέτοιο, είναι ο μέσος πολίτης να αισθανθεί ένα ευνοϊκότερο κλίμα γι? αυτόν και την οικογένειά του. Δυστυχώς, μέχρι σήμερα, κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί, παρά κάποιες βελτιώσεις στους μακροοικονομικούς δείκτες της οικονομίας. Βελτιώσεις όμως στον πολίτη-καταναλωτή δεν έχουν φθάσει, προς το παρόν. Χρειάζεται χρόνος. Δεν αντιλέγουμε. Να δώσουμε «χρόνο στον… χρόνο». Μόνο που η πολιτική, συνήθως, δεν δίνει χρόνο στην… πολιτική! Αραγε αυτό το πολυνομοσχέδιο μπορεί να γίνει «σάλπισμα» εξόδου από την κρίση, όπως επιθυμεί η κυβέρνηση;