Να λοιπόν που φτάσαμε, μετά από (σχεδόν) ένα τρίμηνο διαρκώς αυξανόμενης προεκλογικής πόλωσης, σε ένα εκλογικό αποτέλεσμα, που αποτυπώνει το νέο πολιτικό τοπίο. Τι κατάφεραν οι ανεπαρκέστατες ηγεσίες των τριών μεγαλύτερων κομμάτων, που δεν επέτρεψαν ούτε στην κυβέρνηση Παπανδρέου, ούτε στην κυβέρνηση Παπαδήμου να μακροημερεύσουν, αν και οι τελευταίες κατάφεραν αρκετά πράγματα για τη διάσωση της χώρας, παρά τη συνεχή προσπάθεια εσωτερικού και εξωτερικού σαμποτάζ;
.
.
Πρώτα από όλα, την αποτύπωση (και αποθράσυνση) ενός πολιτικού τοπίου που κινείται στα άκρα, είτε αυτά είναι φασιστικά, είτε είναι “ψεκασμένα” καφενειακά, είτε πλήρως δημαγωγικά και λαοπλάνα. Η δημόσια συζήτηση μετατοπίστηκε στο ανεδαφικό πεδίο των “καλιστείων αποδέσμευσης” από το μνημόνιο, όπως είπε χαρακτηριστικά στη ΝΕΤ ένας καθηγητής Οικονομικών. Και ανέδειξε και πάλι την αδυναμία μιας εσωστρεφούς και ανώριμης (ως επί το πλείστον) κοινωνίας και του πολιτικού προσωπικού που την εκφράζει, να αντιληφθεί πώς λειτουργεί και καταγράφει τα πράγματα το διεθνές περιβάλλον – ακόμα κι όταν η Ελλάδα έγινε πράγματι “το κέντρο του κόσμου”.
.
.
Η χώρα ξαναγύρισε στην οικονομική αβεβαιότητα, τα έσοδα υστέρησαν, η κρατική μηχανή παρέλυσε αντί να προωθούνται οι μεταρρυθμίσεις “χθες”, οι καταθέσεις και οι εισπράξεις μεγάλων επιχειρήσεων εγκατέλειπαν επί δίμηνο με ρυθμό πολυβόλου, οι ελλείψεις σε φάρμακα έκαναν την εμφάνιση τους, οι αρρυθμίες μας έκλεισαν το μάτι από ένα χαώδες μέλλον, όποιο κεφάλαιο πραγματικό και ψυχολογικό είχε κατακτηθεί μετά το κούρεμα του χρέους εξανεμίστηκε. Και μαζί του και η έξωθεν καλή μαρτυρία της χώρας.
.
.
Καταφέραμε όμως να αυξήσουμε το ποσοστό του πιο γρήγορα ανερχόμενου κόμματος στην ιστορία (με δανεικούς ψηφοφόρους) στο 27% – χωρίς κανείς να ενοχλείται οτι ο δήθεν “φορέας του νέου” συγκέντρωσε μεταξύ άλλων και το πιο φαύλο παρελθόν του βαθέος ΠΑΣΟΚ, προσπαθώντας να το συγκεράσει με την ελαφρότητα των παγκόσμιων οραμάτων του και τον οπισθοδρομικό αριστερισμό του. Παριστάνοντας οτι είμαστε μια δυτική κοινωνία, με σχεδόν 40% όψιμη αριστερά (αν προσθέσει κανείς το ΚΚΕ και τη ΔΗΜΑΡ), χωρίς να υπολογίζεται καν ότι έχει απομείνει από το σοσιαλιστικό κόμμα (με σχεδόν σύσσωμο το δημόσιο να προσχωρεί το τελευταίο διάστημα, ώστε να προασπίσει ή να επαναφέρει τα “κεκτημένα” του). Και συζητώντας για “σοσιαλδημοκρατία που θα προέλθει από τον ΣΥΡΙΖΑ”, σα να υιοθετούμε τη φρασεολογία του τελευταίου σταλινικού κόμματος στην Ευρώπη…
.
.
Επίσης, καταφέραμε να ενισχύσουμε την πιο ακραία, άκαμπτη και άχαρη εκδοχή της ακροδεξιάς Νέας Δημοκρατίας – και να την καταστήσουμε νικήτρια, παρά τη επέλαση μιας χυδαίας πλειοδοσίας, για τα ζητήματα ασφάλειας και μετανάστευσης. Αντί να αποκαθηλωθεί η παρούσα ηγεσία και να αναγεννηθεί μια υγιής κεντροδεξιά παράταξη, δεκάδες στελέχη που ανήκουν στο φαύλο παρελθόν ή στη μιντιακή παρέλαση του ευτελισμού της πολιτικής, εξελέγησαν (και πάλι). Και βεβαίως, συνθλίψαμε, υπό το βάρος της πόλωσης, μικρότερα κόμματα που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην κουλτούρα της συνεργασίας. Και όλα αυτά, για να οδηγηθούμε πιθανότατα σε μια κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ, κάτι που θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί από την 6η Μαίου, με πολύ μειωμένες τις παραπάνω παρενέργειες – και χωρίς να προταχθεί τόσο άκομψα το μικροπολιτικό συμφέρον όλων των υποψήφιων κυβερνητικών εταίρων.
.
.
Τουλάχιστον, ως ένα βαθμό, τιμωρήσαμε τον ένα πόλο του παλιού δικομματισμού, αποδεκατίζοντας το περιβάλλον μιας ηγεσίας, που με τους άτεχνους και εγωκεντρικούς χειρισμούς της, στην μάταιη προσπάθεια να εγκλωβίσει τον ΣΥΡΙΖΑ σε κυβέρνηση, κόντεψε να απωλέσει και το διψήφιο ποσοστό που είχε το ΠΑΣΟΚ. Ανακαλύπτοντας ωστόσο, πόσο αδιέξοδο είναι να απογυμνώνεται το κέντρο, καθώς μόνο στον ιδεολογικό χώρο της κεντροδεξιάς ή της κεντροαριστεράς μπορεί να στραφεί μια χώρα για να κυβερνηθεί και να εκπροσωπηθεί στην ευρωπαϊκή οικογένεια – ειδικά στην παρούσα φάση, όταν είναι υπερχρεωμένη και σε πολλαπλή κρίση (είναι εντυπωσιακό, ειρήσθω εν παρόδω, πώς όλοι οι σταθερά απαξιωτικοί ιδεολογικοί αντίπαλοι του στην Ελλάδα κοιτάνε στα μάτια με θαυμασμό το σοσιαλιστή νέο πρόεδρο της Γαλλίας, προσμένοντας μια κίνηση του).
.
.
Μέσα στο συνολικά απογοητευτικό περιβάλλον, τα αποτελέσματα έχουν και φωτεινές πλευρές. Περιόρισαν την εμβέλεια του ΚΚΕ και των Ανεξάρτητων Ελλήνων, επιβράβευσαν τη ΔΗΜΑΡ για την επιμονή της να δηλώνει “κυβέρνηση πάση θυσία” – κι αν ήταν και λίγο πιο μικρή η διαφορά ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ, ίσως απέτρεπαν την πιθανότητα να γίνει πρωθυπουργός, ο ίδιος ο αρχιτέκτονας του “μακεδονικού”.
.
.
Έτσι, έχουμε την ευκαιρία να αμβλύνουμε λίγο το “κάθε πέρσυ και καλύτερα” – και να αποκτήσουμε ενδεχομένως μια ολιγομελή κυβέρνηση, γεμάτη από σοβαρές προσωπικότητες και όχι ελλιποβαρείς λαϊκιστές. Μια κυβέρνηση που θα αναλάβει το πολιτικό κόστος και δεν θα φοβάται το “νταβατζηλίκι” μιας αντιπολίτευσης που θα τα κάνει όλα μπάχαλο “στους δρόμους”, αλλά θα πείσει την (κυρίως υπεύθυνη για την οπισθοδρόμηση) κοινωνία, θα εργαστεί με δεκαπλάσια από το συνηθισμένο μας σοβαρότητα και θα αρχίζει να μεταρρυθμίζει με ταχείς ρυθμούς τη χώρα. Μήπως και καταφέρουμε να ανέβουμε και πάλι στο τρένο, που αναπόφευκτα κινείται σε ένα ανελέητο παγκόσμιο περιβάλλον. Και γιατί η δημοκρατία πρέπει να κρίνεται όχι μόνον ως απαραίτητη διαδικασία, αλλά και από το πού μας οδηγεί…
.
.