Μια που ξεκίνησε δειλά-δειλά μια προσπάθεια αντίστασης σε θέματα αρχής με ιδεολογικό στίγμα, θα ήταν κρίμα για την κεντροαριστερά να μην τραβήξει το σκοινί σε μερικά ακόμα θέματα, αν μη τι άλλο, για λόγους αξιοπιστίας.
Πριν λοιπόν μας γεμίσει ευδαιμονία η ανάσχεση της ύφεσης (;) και του πρωτογενούς πλεονάσματος (;), που σχετίζεται επίσης με τη βιωσιμότητα των ταμείων, καλό θα ήταν να θέσουμε ένα θέμα για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και τη συμμετοχή των ταμείων σε αυτήν. Για να το πούμε απλά, ενώ στο PSI (κούρεμα) τα ταμεία ήταν «ιδιώτες», αν και η αγορά ομολόγων ήταν υποχρεωτική, ενώ έχασαν οι εργαζόμενοι τις αποταμιεύσεις τους, στην ανακεφαλαιοποίηση λογίζονται ως «δημόσιο» και πρέπει να χάσουν την όποια υπεραξία θα έχουν οι μετοχές τους στο μέλλον. Αυτή είναι μια ενδιαφέρουσα άποψη περί υπεράσπισης του δημοσίου συμφέροντος.
Πριν μας γεμίσει η ευδαιμονία για την ανάληψη ρίσκου των ξένων επενδυτών και την «ψήφο εμπιστοσύνης» στην ελληνική οικονομία, καλό είναι να θυμηθούμε ότι η ομάδα Σοσιαλιστών και Δημοκρατών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, έχει λάβει θέση ενάντια στην ιδιωτικοποίηση υδάτινων πόρων. Άρα, είναι ντροπή ότι η καμπάνια για τη διάσωση της ΕΥΑΘ στη Θεσσαλονίκη (κίνημα 136) δεν χαίρει υποστήριξης από εμάς. Εκτός εάν δεν μας συγκινεί η διαπίστωση ότι στη Χιλή, την Αυστραλία, τον Καναδά, την Αργεντινή, τη Ν. Ζηλανδία, τη Ν. Αφρική, τις Φιλιππίνες, τη Βολιβία, όπου δραστηριοποιήθηκε ο γαλλικός κολοσσός που διεκδικεί τώρα και τους δικούς μας υδάτινους πόρους, διπλασιάστηκε, τριπλασιάστηκε και πενταπλασιάστηκε το κόστος πρόσβασης στο νερό, που θεωρείται θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα.
Τέλος, αφού είμαστε διατεθειμένοι να φτάσουμε «στα άκρα» για το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, μήπως θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη – που τόση ευαισθησία επέδειξε στο ζήτημα της Μανωλάδας – τι ακριβώς έχει γίνει με τις 15 γραπτές και εμπεριστατωμένες καταγγελίες για ρατσιστική βία, όπου εμπλέκεται και η αστυνομία, που καταγράφει το Δίκτυο Καταγραφής Ρατσιστικής Βίας; Σε κάθε περίπτωση, με αφορμή την έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας, που επισημαίνει τη βία κατά του τύπου στην Ελλάδα, γεννάται το ερώτημα εάν το Υπουργείο αδυνατεί να ελέγξει τις αστυνομικές δυνάμεις (που είναι σοβαρό), ή δεν θέλει να τις ελέγξει (που είναι σοβαρότερο), ή τις ελέγχει (οπότε μάλλον έχουμε ξεφύγει).
Όμως, ότι και να ισχύει, μια που θα φέρουμε το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο στη Βουλή, μήπως πρέπει να θέσουμε και το θέμα της εφαρμογής των νόμων γενικότερα, ιδιαίτερα αφού η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο επαρκεί; Εκτός εάν θέλουμε να υποδυόμαστε τους σοκαρισμένους στο ανοικτό πλέον φλερτ της ΝΔ με τους χαμένους ψηφοφόρους της.
Όλα αυτά τα ζητήματα, εάν επισημανθούν στο σύνολό τους, καταγραφούν στο δημόσιο λόγο, έχουν κάποια επίπτωση στην κοινοβουλευτική συμπεριφορά κομμάτων και προσώπων, ίσως να δώσουν αξιοπιστία στην ανάγκη να καταγραφεί ένα διακριτό ιδεολογικό στίγμα εντός της κυβέρνησης, που να είναι σοσιαλδημοκρατικό. Με άλλα λόγια, υφίσταται η δυνατότητα να μη ζητιανεύουμε από τη Νέα Δημοκρατία «τα καλά» της διακυβέρνησης, αλλά να τα διεκδικούμε χωρίς μεσάζοντα στην κοινωνία.
Καλή η συναίνεση, αλλά ο καθένας μας κρίνεται και από τα «όχι» που λέει. Εκτός εάν η προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος είναι «κρατισμός» και η διεκδίκηση ενός κράτους δικαίου είναι «γραφικός λαϊκισμός». Σε κάθε περίπτωση, όλα αυτά μπορεί επίσης ν’ αποτελούν χρήσιμους προβληματισμούς, δεδομένου ότι αναζητούμε μια «προγραμματική» ανανέωση της συμφωνίας μας, που προφανώς, δεν αφορά μόνο τη μοιρασιά των χαρτοφυλακίων.