Κάλαντα και ξερό ψωμί

Μιχάλης Τριανταφυλλίδης 28 Δεκ 2019

Σε όλες τις αναδρομές  και περιπλανήσεις προς τα πίσω,  δεν μπόρεσα να βρω χρονιά , μέχρι τη Β?, Γ?  γυμνασίου,  που να μην βγήκα για κάλαντα.
Θυμάμαι καταρχάς,  ότι περίμενε σχεδόν όλη η γειτονιά να περάσουμε.
Ακούγεται από μέσα: 
-    ατώρα ποίος έρθεν;
-    τη Κίτσας  το πουλοπον
-    φέρτο  μέσα  να το πει
-    αχ  και τι ωραία τα λέει 
-    άμον τον πάπανετουν , ψάλτης  κιέτονε  ενεσπάλς;
Αλλού πιο πέρα:
-    του Γιώργου του Τριανταφυλλίδη, 
-   ο ανεψιός του Γιαννάκη είναι  βρε , του Γρηγοριαδη.

Και επειδή μέχρι την  Ε? , ΣΤ? δημοτικού, αυτό με την  έσπαγε, άρχισα να φεύγω σε αχαρτογράφητα νερά,   που λέει και η σύγχρονη ορολογία.
Πήγαινα  μέχρι τα Κυβέλια, γύρναγα από πάνω από τον Ευκλείδη και ξανά προς τα πίσω.
Αλλά μην θαρρείτε  πως ήταν χιλιάδες σπίτια σ όλη αυτήν τη διαδρομή. Η πλειοψηφία ήταν  μονοκατοικίες ή κάποια λίγα διώροφα και τριώροφα.
Θυμάμαι μια χρονιά, είχα βγει με τον μακαρίτη τον Μπουλέτσο. Ρούλης  το υποκοριστικό. Θόδωρος  Σελίδης το κανονικό.
Μάγκας βαρύς και ασήκωτος και ασταμάτητος, στη γειτονιά, αρνάκι φοβισμένο και ήσυχο, λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα. Γι αυτό και τον αγαπούσα πολύ.
Μια χρονιά λοιπόν με τον Μπουλέτσο έχουμε φτάσει στην Αγίας Τριάδος…  Εκεί  που γίνεται το τρίγωνο Κωνσταντινουπόλεως, Παπαναστασίου και φεύγει για Στρατού .
Εκεί στο τρίγωνο, ήταν ένα καφενείο πανέμορφο,  με κληματαριά, με όλα του,  πολύ καλά, για να χαίρεσαι ακόμη και τον χειμώνα, να κάθεσαι στην αυλή. Ωραίο πράμα να βλέπεις το δίστρατο…
Από πάνω,  ήταν τα αγγλικά ΚΑΠΕΛΩΝΗ.
Πτου κακά,  γυναίκα  του Καπελώνη. Υπόθεση Λαμπράκη.   Διοικητής της χωροφυλακής  και ένας  εκ των δολοφόνων του Λαμπράκη και υπαίτιος πολλών άλλων βασανισμών, μετά το ? 68.
Μπήκαμε μέσα στο καφενείο, θα πρέπει να παίζανε από πού νωρίς, γιατί από άποψη ζέστας ήταν  χάβρα των Ιουδαίων,  νοτισμένα τα τζάμια, και καπνίλα.
Πήγαμε σε μια παρέα,  κοντά, για να  μας ακούνε και τσουπ τραβήξαμε ένα «καλήν εσπέραν άρχοντες»,  μαζέψαμε δύο πενηντάρικα, και τρεις ποσειδώνες  από τους κερδισμένους του τραπεζιού.
Τα ίδια  περίπου και από τα διπλανά τραπέζια, τρία  παίζανε εκείνη τη στιγμή.
Βγαίνοντας, γυρνάει ο Μπουλετσος, 
-    Ω ρε πούστη μου, σούφρα
-    Μάγκα, του λέω, αφήσαμε το πόρτα –πόρτα και παίρνουμε σβάρνα τα καφενεία.
Μέχρι να φτάσουμε στη Χαριλάου, είχαμε μαζέψει χίλια τα?οσα φράγκα.      
Ο Μπουλέτσος  φοβισμένος  γυρνάει  και μου λέει
-    Ρε συ , μπουτάτα, δεν θα με πιστεύει η μάνα μου  ρε μαλάκα,  θα νομίζει ότι τα έκλεψα… 
-    μη φοβάσαι ρε ηλίθιε…  θα της το πω εγώ…

Επειδή όμως κι εγώ τη φοβόμουνα την χήρα την κυρά Ευδοξία, το είπα στην καρντασίνα του και στον μεγάλο του τον αδερφό το Στέλιο, που δούλευε χρυσοχόος από τότε ακόμη…. Τα δυο καρντάσια αυτά με μύησαν και στον περιστερισμό…περιστεράδες από τα γεννοφάσκια τους….

Την  πρωτοχρονιά, κάναμε εμφανώς μικρότερο κύκλο, κα μαζέψαμε ενάμιση χιλιάρικο,  και θεωρήθηκε ότι έπεσε έξω η δουλειά.
Ο Μπουλέτσος, δεν ?ερχόταν στο 15ο… Πήγαινε στο 14ο. Απ τη άλλη μεριά της Μαρτίου. Παρά το οτι καθόμασταν κολλητά.
Ποιος  μαλάκας είχε κανονίσει τον τρόπο κατανομής των μαθητών χαμπάρι δεν έχουμε.
Δε θυμάμαι να το τελείωσε το σχολείο αλλά ο Τριανταφυλλίδης τον έβαλε στο Δήμο στους  εργάτες καθαριότητος και ήτανε και καλός…
Η επόμενη χρονιά θυμάμαι,  ήταν και η τελευταία αλλά και η πιο επεισοδιακή. Ο Μπουλέτσος ήταν  καταπληκτικό ψακτίρι. Έμπαινε στα παλιατζίδικα και έψαχνε και έβρισκε οτι μπορείς να φανταστείς. Έτσι  μάζευε πολλές φορές και τα καλύτερα  τρίγωνα.  Εκείνη τη χρονιά ο ρουφιάνος, εκτός από τα δυο-τρία που είχαμε, έψαξε και βρήκε και είχαμε  σύνολο οκτώ, τρίγωνα ωραία και βροντερά.
Όποτε όλοι θελαν ένα πάνε με τον Μπουλέτσο.
Επειδή όμως δεν ήθελε να  γίνει γνωστό και το μυστικό μας, ο Ρουλης, έδωσε όλα τα τρίγωνα και μείναμε εμείς χωρίς. 
Και μετά σε ολη τη διαδρομή με έλεγε για να δικαιολογηθεί:
-    Αφού ο κυρ Πασχάλη βρε μαλακα, λέει ότι εσύ δεν χρειάζεσαι τρίγωνο, τι το θες;
Πήγαμε στα καφενεία ξεκινώντας από τα μακρινά. Αυτή τη φορά, θυμάμαι πως ξεκινήσαμε από  ένα καφενείο στη Στρατού, που κάποιες φορές σύχναζε εκεί ο θείος Γιάννης, ο αδελφός της μάνας μου. Εκείνος όμως, σύχναζε  εκεί, γιατί μάλλον είχε κάποια  γκόμενα ο άτιμος…
Που να το ξέρουμε εμείς τα καημένα;;; και που να ξέρουμε επίσης  ότι θα πήγαινε παραμονιατικα να καλαφατήσει τη λεγάμενη;;;
Ευτυχώς  τον βρήκαμε στην έξοδο, να φεύγει από την πολυκατοικία,  οπότε, ούτε γάτα, ούτε ζημιά.
Μας είδε μπροστά του ξαφνικά, έδειξε λίγο ότι ψιλοενοχλήθηκε, και κουβαρνταλίκι μας έδωσε από μία κατοσταρού.
Ήταν πολύ καλή για σιρμαγιά, εκείνη την ημέρα.
Είπαμε , είπαμε ,… τα κάλαντα  μέχρι που εξουθενωθήκαμε και για πρώτη φορά, του λέω του Μπουλη κάτσε θα πάρουμε  το λεωφορείο, να κατεβούμε εκεί στη Μαρτίου, στου Νικήτα, ειδαλλιώς εγώ δεν αντέχω άλλο.
Ήμασταν κοντά στο ΠΙΕΠ.  Θα  με πείτε τώρα τι είναι το ΠΙΕΠ;;; τι να σας λέω κι εγώ;;; ήταν το Ίδρυμα Σινιόσογλου  Ο συγγραφέας Νικήτας  Σινιόσογλου όταν το ρώτησα τις προάλλες, με είπε οτι σίγουρα κάποια συγγένεια θα έχουν, αλλά δεν γνωρίζω ποιάν ακριβώς. Το  ΠΙΕΠ ήταν Ίδρυμα εξυπηρετήσεως πανεπιστήμιων. Για εμάς εκείνη  τη στιγμή δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια  ζεστή γωνιά , να κάτσουμε και να πιούμε μια γκαζόζα.
Αργότερα το μάθαμε, στη δικτατορία και είχαμε ξεσκίσει το φωτοτυπικό μηχάνημα του, αλλά τίποτε μεθοδικό και  επιθετικό.  Οι κνητες το είχαν  γαμήσει τα ράμματα. ΚΟΒΑ το  είχαν κάνει .