Καιροσκοπισμός και λαϊκισμός

Χρίστος Αλεξόπουλος 16 Ιουλ 2016

Δύο βασικές παράμετροι της σύγχρονης πολιτικής λειτουργίας αλλά και της επικοινωνιακής διαχείρισης της στην Ελλάδα είναι ο καιροσκοπισμός και ο λαϊκισμός.

Ανεξάρτητα από τις διαφοροποιήσεις, οι οποίες διαπιστώνονται σε σχέση με το περιεχόμενο των δύο αυτών παραμέτρων, υπάρχουν και κοινά σημεία, όπως είναι η αποθέωση του σκόπιμου ψεύδους ως προς την αποτύπωση της πραγματικότητας και η αναγωγή της λογικής της φαντασίωσης σε κύριο εργαλείο της διαμόρφωσης του τρόπου σκέψης των πολιτών-καταναλωτών πολιτικής.

Πέρα από τα κοινά σημεία η πολιτική ρητορική του λαϊκισμού βασίζεται κυρίως στην ηθικολογία, στην προσωποποιημένη αντιπαράθεση και στην πόλωση με στόχο την κατάληψη της εξουσίας σε πολιτικό επίπεδο ή στην εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων σε επικοινωνιακό επίπεδο.

Επίσης προωθεί την εξιδανίκευση της έννοιας του έθνους ή του λαού, ανάλογα με την οπτική προσέγγισης της πραγματικότητας (έθνος για την δεξιά εκδοχή, λαός για την αριστερή). Εμφανίζεται δε ως υπερασπιστής του «λαού» και πολέμιος των ελίτ.

Με στρατηγική οπτική ο λαϊκισμός απευθύνεται στο συναίσθημα και με απλουστευτική λογική χειραγωγεί τις κοινωνικές μάζες, ενώ ταυτοχρόνως πλειοδοτεί στην υπερβολική, μη αυθεντική λαϊκότητα.

Ο καιροσκοπισμός εμφανίζεται ως συνειδητή προσαρμογή στις κάθε φορά συνθήκες για την αποκόμιση οφέλους σε πολιτικό επίπεδο ή την εξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων σε επικοινωνιακό επίπεδο. Και στις δύο αυτές εκδοχές δεν λαμβάνονται υπόψη κοινωνικές αξίες. Το ίδιο ισχύει και για τις πάγιες αρχές, που υποτίθεται, ότι έχουν, ανεξάρτητα από το εάν είναι πολιτικά πρόσωπα και κόμματα ή Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.

Σε κοινωνίες μάλιστα, στις οποίες η διαφθορά αποτελεί δομικό τους στοιχείο και οι κοινωνικές αξίες έχουν καταρρεύσει, ο καιροσκοπισμός ευδοκιμεί στο έπακρο.

Πολύ αντιπροσωπευτικό δείγμα ακραίου καιροσκοπισμού και λαϊκισμού, στο οποίο συμμετέχουν όλα τα πολιτικά κόμματα, είναι η αντιπαράθεση με αφορμή την πρόταση του κυβερνητικού συνασπισμού ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για την διεξαγωγή των επόμενων εκλογών με το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής.

Βασικά σημεία του προτεινόμενου εκλογικού νόμου είναι η κατάργηση του «δώρου» των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα και το δικαίωμα συμμετοχής και άσκησης του εκλογικού δικαιώματος από την ηλικία των 17 ετών.

Διαμορφώθηκαν οι απαραίτητες για την έναρξη διαλόγου δύο ομάδες, οι οποίες συνδέουν την θέση τους με το κατ’ αυτούς κομματικό τους συμφέρον.

Μερικά από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, με κύριο εκφραστή την αξιωματική αντιπολίτευση (Νέα Δημοκρατία) θεωρούν, ότι η διενέργεια εκλογών με την απλή αναλογική θα οδηγήσει σε ακυβερνησία. Συμπληρώνουν δε, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει την υπερψήφιση αυτού του συστήματος, διότι δεν θα πετύχει την επανεκλογή του ως πρώτο κόμμα.

Την αντίπερα όχθη της κυβέρνησης εκφράζει ο πρωθυπουργός με την χρησιμοποίηση της ρήσης του Μάο «μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση». Η λογική του τακτικισμού σε σχέση με την ανάληψη αποκλειστικά από τον ΣΥΡΙΖΑ του ρόλου του εκφραστή της κεντροαριστεράς στην Ελλάδα σε πλήρη ανάπτυξη.

Ουδείς ασχολείται με το εκλογικό σύστημα ως βασική διαδικαστική παράμετρο για την πραγμάτωση της δημοκρατίας και την διακυβέρνηση της χώρας με βάση την συνολική πολιτική έκφραση των πολιτών, ώστε να συμμετέχουν σε αυτό το επίπεδο περισσότερες κοινωνικές ομάδες και κατ’ επέκταση να λαμβάνεται υπόψη το κοινωνικό συμφέρον.

Οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα είναι μειοψηφικές. Με διαδικαστικού τύπου παρεμβάσεις διαμορφώνονται πλειοψηφίες. Τέτοια παρέμβαση είναι και το «δώρο» των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα.

Ουδείς, πολιτικοί και κόμματα, σκέπτεται, ότι αυτή η πρακτική παραποιεί την Δημοκρατία, ενώ ταυτοχρόνως διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για την υποβάθμιση της πολιτικής στην συνείδηση των πολιτών και τον περιορισμό της έκφρασης της ελεύθερης βούλησης τους ως ολότητας.

Και όμως η έκφραση της σε πολιτικό επίπεδο είναι πολύ εύκολη. Αρκεί τα κόμματα να είναι σε θέση να κάνουν ουσιαστικό διάλογο, ο οποίος βασίζεται σε τεκμηριωμένες προτάσεις για την πορεία της χώρας προς το μέλλον και με λογική συναίνεσης να μορφοποιούνται πολυκομματικές κυβερνήσεις. Με αυτό τον τρόπο θα παίρνει «σάρκα και οστά» η Δημοκρατία και θα εκφράζεται στο κυβερνητικό επίπεδο η κοινωνική πλειοψηφία.

Δυστυχώς το πολιτικό σύστημα δεν είναι σε θέση να κάνει ουσιαστικό διάλογο και να διαμορφώνει τις απαραίτητες συγκλίσεις για την διακυβέρνηση του τόπου. Γι’ αυτό επικαλείται «τον κίνδυνο της ακυβερνησίας» ή επιδίδεται σε τακτικισμούς.

Και τα δύο δείχνουν, ότι ο καιροσκοπισμός και ο λαϊκισμός διαπερνούν την πολιτική λειτουργία των κομμάτων και του πολιτικού προσωπικού. Όλα γίνονται «στο όνομα» και για «το καλό» του ελληνικού λαού.

Η αφόρητη ηθικολογία, η προσωποποιημένη αντιπαράθεση με στόχο την προσωπική φθορά των αντιπάλων και η ακραία πόλωση με στόχο την κατάληψη ή διατήρηση της κυβερνητικής εξουσίας νομιμοποιούνται, διότι γίνονται για το «καλό».

Αυτό επιτρέπει ακόμη και την λογική του καιροσκοπισμού. Μόνο που στο πλαίσιο της άκρως πολωτικής πολιτικής αντιπαράθεσης το πολιτικό σύστημα οδηγείται σε μη ελεγχόμενη ως προς τις επιπτώσεις σύγκρουση, διότι η πολιτική λειτουργία στο επίπεδο των πολιτών στηρίζεται περισσότερο στις φαντασιώσεις και στο θυμικό και όχι στον ορθολογισμό και στην γνώση της πραγματικότητας σε βάθος.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η επικοινωνιακή διαχείριση της πολιτικής λειτουργίας και των επιπτώσεων της στην κοινωνία. Ο καιροσκοπισμός και ο λαϊκισμός είναι σε «πρώτο πλάνο».

Βασικοί στόχοι είναι η άσκηση επιρροής στην διαμόρφωση γνώμης, η οποία είναι λειτουργική για την επιδιωκόμενη πολιτική στάση της κοινωνικής πλειοψηφίας και η αναπαραγωγή του ισχύοντος μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης.

Η αντικειμενική και πολυδιάστατη ενημέρωση για την δυναμική, που αναπτύσσεται σε εθνικό, ευρωπαϊκό και πλανητικό επίπεδο, ώστε οι πολίτες να διαμορφώνουν γνώμη βασιζόμενοι στον ορθολογισμό, είναι ανεμική, αν όχι δυσεύρετη.

Γι’ αυτό και ο εντυπωσιασμός ως επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της ενημέρωσης αποτελεί προτεραιότητα. Τα πρωτοσέλιδα των περισσότερων εφημερίδων αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα. Τις πιο πολλές φορές στοχεύουν στην πρόκληση φόβου και αγωνίας. Το αποτέλεσμα είναι η δρομολόγηση παρορμητικών αντιδράσεων. Τα ερεθίσματα της ενημερωτικής λειτουργίας απευθύνονται περισσότερο στο θυμικό.

Με άλλα λόγια η συναισθηματική αιτιότητα είναι η αφετηρία διαμόρφωσης της βούλησης. Αυτό καθιστά τους πολίτες ευάλωτους στην χειραγώγηση και στον λαϊκισμό και εύκολα θύματα του καιροσκοπισμού.

Δεν είναι τυχαίο, ότι η διαφημιστική αγορά είναι το βασικό κριτήριο για τον αριθμό των τηλεοπτικών σταθμών, στους οποίους θα δοθεί άδεια λειτουργίας. Επειδή στο παρελθόν η υπερβολική δανειοδότηση των διαφόρων καναλιών οδήγησε στην υπερχρέωση τους, η κυβέρνηση αποφάσισε να αναγάγει την διαφημιστική «πίτα» σε βασικό κριτήριο για τον αριθμό των αδειών λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών, ως εάν το πρόβλημα περιορίζεται μόνο σε αυτό τον τομέα οικονομικής δραστηριότητας.

Αντί να εξυγιανθεί η οικονομική λειτουργία γενικότερα και να ισχύουν υγιείς κανόνες, οι οποίοι διαφυλάσσουν το κοινωνικό συμφέρον, αξιοποιείται η υπάρχουσα διαφθορά για την διαμόρφωση θετικής για τους κρατούντες ενημερωτικής λειτουργίας, ώστε να διαμορφώνεται ανάλογα και η κοινή γνώμη.

Αυτό δεν σημαίνει, ότι εξυγιαίνεται το τηλεοπτικό τοπίο. Η ενημέρωση συνεχίζει να έχει τις παθογένειες του παρελθόντος και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης να αναπαράγουν την επικοινωνιακή λογική της διαμόρφωσης ελεγχόμενης και εύκολα διαχειρίσιμης κοινής γνώμης, όπως γίνεται και με την διαφήμιση.

Ενισχυτικά για την παγίωση αυτών των συνθηκών του καιροσκοπισμού και του λαϊκισμού λειτουργεί και η κοινωνική πραγματικότητα.

Αρκεί να ληφθεί υπόψη, ότι το αξιακό σύστημα είναι χωρίς υπόβαθρο κοινωνικής συνείδησης. Ουσιαστικά η κοινωνία λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό χωρίς κανόνες, οι οποίοι ρυθμίζουν τις διαπροσωπικές συναλλαγές και τις συλλογικές σχέσεις. Ύψιστη αξία είναι το ατομικό συμφέρον, το οποίο μάλιστα δεν λαμβάνει υπόψη του το κοινωνικό.

Επίσης τα συλλογικά υποκείμενα (από τις απλές Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις μέχρι τις συνδικαλιστικές) κινούνται χωρίς δυναμική, ενώ ταυτοχρόνως είναι προσανατολισμένα στο παρελθόν, το οποίο επικαλούνται για την νομιμοποίηση του παρόντος και την προοπτική του μέλλοντος.

Η σύγχρονη ελληνική κοινωνία είναι στατική. Γι’ αυτό και η επικοινωνιακή λειτουργία δεν βασίζεται στο διάλογο και στον ορθολογισμό. Απευθύνεται σε πολίτες καταναλωτές μηνυμάτων διαφημιστικού χαρακτήρα.

Με αυτά τα δεδομένα όμως πέφτουν πολύ εύκολα θύματα του καιροσκοπισμού και του λαϊκισμού, τα οποία αποτελούν δομικά στοιχεία της πραγματικότητας. Μόνο που έτσι δεν αντιστρέφεται η καθοδική πορεία της χώρας. Μπορεί για λίγο να φανεί, ότι ανακάμπτει στο επίπεδο των αριθμών. Αυτό θα είναι όμως μια ανάπαυλα χωρίς προοπτική, διότι το κοινωνικό υποκείμενο νοσεί.