Ως ορόσημο για αλλαγή σελίδας στον εγχώριο πολιτικό χάρτη της «καινούριας μεταπολίτευσης», θα πρέπει να αξιοποιηθεί η Σύνοδος Κορυφής της 12ης Ιουλίου. Η διττή μη-αποτυχία είναι μεν αναγκαία συνθήκη, αλλά όχι ικανή για να εδραιώσει την οικονομική και πολιτική σταθερότητα που χρειάζεται η χώρα μας.
Το ένα σκέλος της μη-αποτυχίας αφορά την Ευρωζώνη, η οποία κλήθηκε στην κρισιμότερη ίσως στιγμή από την ίδρυσή της να επαναβεβαιώσει ότι δεν είναι αναστρέψιμη νομισματική ένωση.
Το δεύτερο σκέλος της μη-αποτυχίας αφορά την Ελλάδα. Σε περίπτωση που δεν είχε επιτευχθεί η επί της αρχής συμφωνία με τους ευρωπαίους εταίρους μας, η χώρα ελάχιστα θα απείχε από το να χαρακτηρισθεί ως «failed state», δηλαδή ως ένα «αποτυχημένο κράτος».
Σε αυτό το πλαίσιο, αναδύεται ως ζωτικής σημασίας για το συμφέρον της πατρίδας μας η δημιουργία ενός οράματος με ορίζοντα μεσο-μακροπρόθεσμο, χαρακτήρα πολυδιάστατο και χρώμα υπερκομματικό. Διότι ποτέ δεν ξεπεράστηκε μια κρίση χωρίς την ύπαρξη προσωπικοτήτων με χαραγμένο όραμα στο ιδεολογικό ημισφαίριο του εγκεφάλου. Διότι ποτέ δεν επιβίωσε ένα σχέδιο δράσης δίχως την ηγεσία ανθρώπων του οράματος, των ρεαλιστικών με φαντασία στρατηγικών. Διότι ουδέποτε υπερνικήθηκαν οι φυγόκεντρες δυνάμεις αποσύνθεσης του κοινωνικού ιστού χωρίς την ξεκάθαρη διατύπωση μιας στρατηγικής με ορίζοντα δεκαετίας και την εμφύσηση ενός οράματος υπαρξιακού στις νεότερες γενιές.
Δεν πρόκειται για μία ρομαντική αναζήτηση οραματικής ύλης, για μία φιλοσοφική ανάγκη ένδυσης ενός οραματικού μανδύα, ή για μία ουτοπική τοποθέτηση που καταπνίγει εν τη γενέσει την εφικτότητα των λύσεων. Τουναντίον, η παντελής έλλειψη οράματος στοιχίζει πολύ ακριβά, υποβιβάζοντας την πολιτική πραγματικότητα, απομακρύνοντας ηθικά και συναισθηματικά τους πολίτες από την πολιτική τάξη, πλήττοντας τελικά το κύρος της χώρας μας, υποτασσόμενης σε κελεύσματα αναντίστοιχα ως προς το πολιτισμικό, ιστορικό ειδικό βάρος της στο παγκόσμιο στερέωμα.
Παίρνοντας σαν «αντικειμενική αφετηρία» την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη το 2001, είχαμε χρονολογικά τα εξής «οράματα»:
α) της «Χάρτας για την πραγματική σύγκλιση» που θα ακολουθούσε την ονομαστική μετά την πανηγυρική είσοδό μας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας,
β) της «Επανίδρυσης του κράτους» που θα έθετε τις βάσεις για κοινωνική δικαιοσύνη και αλληλεγγύη, διαφάνεια και νομιμότητα, στο μέσον της και
γ) του «λεφτά υπάρχουν», της «πράσινης ανάπτυξης» και της «μεσογειακής διατροφής» στο τέλος της.
δ) της ακολουθίας «Ζάππειο 1, 2, 3» κατά την περίοδο μεταξύ των δύο μνημονίων.
ε) του Προγράμματος της Θεσσαλονίκης στις πρόσφατες εκλογές.
Και τα πέντε απεδείχθησαν παραμύθια. Όχι οράματα, αλλά παραμύθια.
Η μόνη αξία που μπορεί να έχουν είναι εφόσον χαραχθούν στη μνήμη μας ως μύθοι με δίδαγμα την αποφυγή συνθηματολογιών υφαρπαγής της ψήφου χωρίς αντίκρισμα, ως παρακαταθήκη για οριστική περιθωριοποίηση παρόμοιων πολιτικών, προεκλογικών πρακτικών.
Συνεχώς οι πολιτικοί εκλέγονται με οράματα που αποδεικνύονται παραμύθια. Αυτό έχει έρθει η ώρα να σταματήσει.
Την πολιτική ιστορία του τόπου δεν την άλλαξαν ούτε πλούσιοι αριστοκράτες ούτε ιδιοφυείς τεχνοκράτες ούτε φτωχοί λαϊκιστές δημαγωγοί. Την πολιτική ιστορία την άλλαξαν όσοι συνέλαβαν το «πνεύμα των καιρών». Σήμερα, το πνεύμα των καιρών απαιτεί σαρωτική ανανέωση του πολιτικού προσωπικού. Το πολιτικό RESET είναι αναπόφευκτο, λόγω του ενστίκτου αυτοσυντήρησης που διαθέτουν οι πολίτες.
O Αριστοτέλης είπε ότι στην άσκηση της εξουσίας θα πρέπει να προσκληθούν οι άριστοι από τους «μέσους» ανθρώπους. Σήμερα ο πυρήνας της εκτελεστικής εξουσίας δεν χρειάζεται τίποτε λιγότερο, τίποτε περισσότερο, από ανθρώπους της εργασίας, που έχουν δουλέψει σκληρά, δημιουργήσει, επιτύχει, που γνωρίζουν από στοχοθέτηση και χρονοδιαγράμματα.
Σημασία όμως, μείζονα μάλιστα, έχουν πέραν των προσώπων και οι θεσμοί: Σοβαρό Κράτος, υπεύθυνη Πολιτεία ως υπερκείμενο οικοδόμημα που διασφαλίζει ακεραιότητα, ισονομία, ισοπολιτεία και δικαιοσύνη για όλους.