Έχω φαίνεται μια έμφυτη αστική ευγένεια, που θα “λεγαν και στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ. Τουλάχιστον σε δημόσιους χώρους. Στο σπίτι μου, ακόμα και στο γραφείο, μου επιτρέπω να συμπεριφέρομαι ως χούλιγκαν. Οπως ακριβώς χθες βράδυ, ενώ βλέπαμε τις ειδήσεις του Mega. Εστειλα μια μεγαλοπρεπή μούντζα στον Μιχαλολιάκο και ούρλιαξα και μια πολύ άσχημη κουβέντα.
Αλλά να βγω στους δρόμους και να διαδηλώσω εναντίον της Χρυσής Αυγής κάτω από πλακάτ που να λέει «Τσακίστε τους φασίστες»; Ουδεπώποτε. Εκεί αρχίζει και λειτουργεί η πολιτική μου κρίση, η οποία, από τότε που μισούσα τη χούντα και ξομολογιόμουνα το κρίμα μου στον παπα-Χρυσούλη, δεν περιείχε τις έννοιες του τσακίζω, του διαλύω, του εξολοθρεύω, του εξαφανίζω, του φυτεύω στο χώμα, του στέλνω εξορία, του περνάω από στρατοδικείο, του αλλάζω τον αδόξαστο. Του πολιτικού μου αντιπάλου, εννοώ.
Αντε τώρα με τέτοιες ευαισθησίες να νιώσεις καλά στις μέρες μας. Η δικιά μου η γενιά, που πέρασε την εφηβεία της στη χούντα, ανέπτυξε μια παθολογική λατρεία και εμπιστοσύνη στη Δημοκρατία και στη δύναμη των θεσμών της. Εχοντας φάει στη μάπα κάθε πρωί, επί χρόνια, μετά την πρωινή προσευχή στο προαύλιο του Θηλέων Καλαμάτας, αντικομμουνιστικό κήρυγμα από το μπαλκονάκι των καθηγητών, με άφθονες αναφορές στα κονσερβοκούτια τού Μελιγαλά, ανέπτυξα αντισώματα σε κάθε είδους βία. Και μη μου πείτε «βία είναι μόνο μία», γιατί θα σας πω πολιτικά αναλφάβητους.
Δεν λέω, τα είπα κι εγώ τα αντάρτικά μου ως κοπελίτσα. Ακόμα τα λέω καμιά φορά και με πιάνει τέτοιος οίστρος που αντηχεί το σπίτι. Αλλά μέχρις εκεί. Σαν ωραία τραγουδάκια -ειδικά το «Λόρδος Μπάιρον, Λόχος, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ» μου σηκώνει την τρίχα. Με τον ίδιο τον Εμφύλιο, όμως, οι σημερινοί πενηντάρηδες και κάτι βασανιστήκαμε, διαβάσαμε Ιστορία και λογοτεχνία, ακούσαμε ιστορίες, είδαμε ταινίες, στύψαμε το μυαλουδάκι μας, τις λύσαμε τις όποιες εκκρεμότητες είχαμε.
Είπαμε, «πάμε γι” άλλα». Κοιτάξαμε γύρω μας και την Ευρώπη, νιώσαμε καλά, ζηλέψαμε λίγο, και αράξαμε. Στο σήμερα, στο αύριο. Και, εδώ που τα λέμε, σιγά την πρωτοτυπία. Με πολύ πιο επώδυνο τρόπο, στο ίδιο με μας συμπέρασμα είχε φτάσει και όλη εκείνη η γενιά που σούρθηκε σε βουνά, εξορίες, φυλακές, αποσπάσματα, αλλά και Τασκένδες. Δεν θυμάμαι να έχω δει ποτέ παλιό αριστερό, και έχω γνωρίσει πάρα πολλούς, και στο ίδιο μου το σόι, που να λάμπει το μάτι του με το άκουσμα της λέξης «εμφύλιος».
Πώς, λοιπόν, κι έγιναν ξανά trendy ο Αρης, τα άπαρτα ψηλά βουνά και το «Εμπρός ΕΛΑΣ-ΕΛΑΣ-ΕΛΑΣ για την Ελλάδα»; Και να το “λεγαν μόνο ο Γλέζος και ο Μίκης. Στην Καλαμάτα ήμουνα το γλυκό εκείνο σαββατιάτικο απόγευμα που η πόλη διαδήλωνε για τη ματαίωση της γιορτής της Χρυσής Αυγής. Εντάξει, εγώ δεν πήγα -πρώτον, δεν το “ξερα, δεύτερον, είχα δουλειά. Είδα, όμως, καλοντυμένες κυρίες, νεολαία, παιδάκια, κουλτουριάρηδες, βουλευτές να γεμίζουν την πλατεία. Χάρηκα που η πόλη μου, κι ας της έχουν κολλήσει εδώ και πολλά χρόνια την ταμπέλα «δεξιά», τα “βαλε με τη Χρυσή Αυγή και νίκησε.
Μέχρι που είδα το κεντρικό πλακάτ. «Τσακίστε τους φασίστες». Μέχρι που έμαθα την άλλη μέρα ότι ακούστηκε το σύνθημα «Λαέ, θυμήσου, το χώμα που πατάς λευτέρωσε ο Αρης και το ΕΑΜ ΕΛΑΣ», έστω και από λίγους Αβερελ της Αριστεράς, που δεν τους ενδιαφέρει να συσπειρώσουν εναντίον της Χρυσής Αυγής κι εκείνους που ψήφιζαν μια ζωή Καραμανλή -άπειροι τέτοιοι στην Καλαμάτα. Φίλοι μου, που είχαν πάει στην πορεία, την ώρα εκείνη την έκαναν ησύχως. Εγώ, ευτυχώς, έβλεπα έναν Νιγηριανό, από εκείνους που ο Μιχαλολιάκος λέει χιμπαντζήδες, να χορεύει στο φεστιβάλ.