Το ερώτημα είναι κάθε μέρα μπροστά μου.
Μου απευθύνεται συχνά. Μας απευθύνεται συχνά σε όσους συμβαίνει να γράφουμε: «Και τι έγινε που γράφεις;». Ετσι, είτε το θέλουμε είτε όχι, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το αληθινό, σκληρό έως και οδυνηρό αυτό ερώτημα.
Δεν πρέπει κανείς να αγνοεί τη ματαιότητα που εδώ επισημαίνεται. Δεν πιστεύουμε ότι ένα κείμενο – οποιοδήποτε κείμενο – μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Να κινήσει την ιστορία. Να κομίσει το φως. Ή να αλλάξει, έστω κατ’ ελάχιστο, τη μικρή καθημερινότητα.
Η επίγνωση αυτής της αδυναμίας είναι όμως ταυτόχρονα και μια ανήσυχη αυτογνωσία. Μια αυτογνωσία που σε απομακρύνει από την αδράνεια και σε ωθεί στην άρνηση και στην απόκρουση της παραίτησης.
Σε κάθε περίπτωση ζούμε σήμερα την υποχώρηση του γραπτού λόγου. Πέρα από τον μύθο της κυριαρχίας της εικόνας, υπάρχει η αλήθεια πως ο γραπτός λόγος, με ό,τι υπηρετεί και ό,τι τον δυσχεραίνει και ως εκ τούτου ριζικά τον διαφοροποιεί από άλλες μορφές έκφρασης, είναι δύσκολο να αντιπαρατεθεί στη φιλοσοφία του πολιτικού σλόγκαν, της ευρηματικής διατύπωσης, του καταγγελτικού λόγου.
Ετσι λοιπόν πάντα επανέρχεται το ερώτημα που θέτει ο νοητός συνομιλητής. Δεν υπάρχει ευθεία απάντηση στο ερώτημα. Ολες οι πράξεις μας εγγράφονται σε μια συνθήκη ματαιότητας, την ίδια ώρα που η συνείδησή μας οφείλει, στον βαθμό που διεκδικεί την ελευθερία της, να αντιστρατεύεται κάθε συνθήκη ματαιότητας.
Υπάρχουν εποχές όπου η επιθετικότητα του προφορικού λόγου στον δημόσιο χώρο επιλέγεται με σκοπό να περιορίσει το ενδεχόμενο της κατανόησης, να απομακρύνει την αυθεντική σχέση με τα πράγματα και να καταστήσει ευχερέστερη την αποδοχή της παραποιημένης πραγματικότητας. Σε αυτή την πανουργία του προφορικού λόγου, το γραπτό κείμενο διεκδικεί μια θέση στον αντίποδα.
Από τη φύση του διεκδικεί πιο στενή σχέση με την αλήθεια, καθώς, ως κείμενο, κείται απέναντι στον χρόνο και αναμετράται με τον χρόνο.
Η εφημερίδα υπήρξε στην ιστορία μια αξεπέραστη ίσως επανάσταση. Κάθε εφημερίδα φέρει εντός της την ορμή του γραπτού κειμένου, το χειροπιαστό αίτημα της αντικειμενικότητας, την κρίση της επόμενης μέρας, τη δοκιμασία της επανάληψης της κυκλοφορίας του τίτλου. Στη δοκιμασία της εποχής, το γραπτό κείμενο έρχεται ως υπερασπιστής της ευθύνης, της ευθύνης μπροστά στην αλήθεια. Στην αλήθεια που τελεί υπό διαρκή αναζήτηση, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της πολιτικής σύγκρουσης.
Αυτή είναι η απάντηση στο ερώτημα «και τι έγινε που γράφεις;», όπως το βλέπω.