Δεν ξέρω αν συμβαίνει και σε άλλη χώρα, αλλά στη δική μας το είδαμε κι αυτό: μέχρι και την Ακαδημία χρειάστηκε να επιστρατεύσουμε για να αποφανθεί αν και πώς πρέπει να γιορτάζουμε τις εθνικές μας επετείους, αλλά ούτε κι έτσι καταφέραμε να καταλήξουμε κάπου.
Ο καθένας μας με την άποψή του και όχι μόνο επί του τελετουργικού, αλλά και ως προς τα γεγονότα. Αν αυτά δεν συμφωνούν με τις απόψεις μας (και τις σκοπιμότητές μας) τόσο το χειρότερο για τα γεγονότα.
Ας με συγχωρήσουν όσοι συμμερίζονται την άποψη ότι δεν πρέπει να αγγίζουμε τους θρύλους και τους μύθους με τους οποίους μεγαλώσαμε, αλλά δεν νομίζω ότι αυτή η υποταγή σε μια αντίληψη που μας θέλει να έχουμε πάντα το δίκιο με το μέρος μας και να είμαστε οι μόνιμα αδικημένοι μάς έχει βγει σε καλό.
Απλώς μας εγκλωβίζει κάθε τόσο στη λογική τού «όλα ή τίποτα» και η πείρα έχει αποδείξει ότι μονίμως καταλήγουμε στο «τίποτα» και ποτέ στο «όλα». Το Κυπριακό και το Σκοπιανό είναι κλασικές περιπτώσεις. Η εκάστοτε θέση μας είναι αυτή που προηγουμένως απορρίπταμε.
Δεν ισχυρίζομαι ότι η άποψή μου είναι η σωστή και θα πρέπει όλοι να την ενστερνιστούν. Απλώς εκείνο που επέλεξα σαν πυξίδα στη ζωή μου είναι να γνωρίζω, στο μέτρο του δυνατού, την αλήθεια για γεγονότα, πρόσωπα και καταστάσεις που με αφορούν και να καταλήγω στις σωστές ή εσφαλμένες αποφάσεις μου συνεκτιμώντας τα δεδομένα αυτά. Αν μη τι άλλο, ξέρω τι και από πού διακινδυνεύω σε κάθε περίπτωση.
Ως χώρα και λαός δεν το ξέρουμε. Και, το χειρότερο, δεν θέλουμε και να το μάθουμε. Μας αρκεί να πιστεύουμε ότι έχουμε δίκιο κι ότι είμαστε πάντα οι καλοί του έργου. Κι αν κάποιος μας πει ότι δεν γίνεται να έχουμε πάντα δίκιο ή να είμαστε μονίμως οι καλοί, αντιμετωπίζεται ως εχθρός, αν όχι και ως ύποπτος για ακόμη χειρότερα.
Εστω κι αν η άποψή του πατάει γερά και σε ιστορικά δεδομένα, αλλά και στο πρόσταγμα του εθνικού ποιητή.