Η μεγάλη διαφορά μεταξύ της κατανομής των επιλογών των νέων και των ηλικιακά μεγαλύτερων ψηφοφόρων στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου επανέφερε στη δημόσια συζήτηση κλασικά σχόλια για το μειωμένο πολιτικό ενδιαφέρον της νεολαίας και την επίδραση της μόδας και των στιγμιαίων τάσεων στις επιλογές της. Όσοι από τους νέους έφτασαν στην κάλπη –και τα στοιχεία των εκλογικών ερευνών που προηγήθηκαν του δημοψηφίσματος δείχνουν ότι ήταν ελαφρώς λιγότερο πιθανό να το κάνουν σε σχέση με τους μεγαλύτερης ηλικίας ψηφοφόρους– στήριξαν εμφατικά το «όχι» σε ποσοστά σαφώς μεγαλύτερα του 70%. Οι συνήθεις ερμηνείες της εκλογικής συμπεριφοράς των νέων εστιάζουν αφενός στη χαμηλή συμμετοχή ως προϊόν της αποξένωσης από τους θεσμούς και τη λειτουργία της δημοκρατίας, αφετέρου στην ισχυρή τάση των νέων να μιμούνται ατεκμηρίωτα την κυρίαρχη επιλογή, ιδιαιτέρως αν αυτή έχει έναν κάποιο ανατρεπτικό χαρακτήρα. Στις 5 Ιουλίου, λένε οι περισσότεροι, οι νέοι ψήφισαν «όχι», και μάλιστα χωρίς να το σκεφτούν βαθιά, γιατί αυτή έμοιαζε να είναι η επιλογή της μόδας και της ανατροπής.
Ωστόσο, η τυχαία συνάντησή μου με τα παιδιά δύο φίλων, ηλικίας 20-25 ετών, μερικές ημέρες μετά την κάλπη του δημοψηφίσματος, ήρθε να θέσει μερικά ερωτηματικά στη μάλλον εδραιωμένη άποψη για την εκλογική συμπεριφορά της νεολαίας. Οι δύο νεαροί ψηφοφόροι περιέγραφαν με ενθουσιασμό ότι μέσα στη μία και μοναδική προεκλογική εβδομάδα είχαν αναζητήσει μεγάλο όγκο πληροφοριών για το ρόλο και τις στρατηγικές του κάθε δρώντα της διαπραγμάτευσης και είχαν παρακολουθήσει δεκάδες ώρες τηλε-συζητήσεων για το παρασκήνιο των γεγονότων που οδήγησαν στην επιλογή του δημοψηφίσματος. Η πρώτη σκέψη ήταν πως οι δύο νέοι ήταν, όπως λέμε, «αποκλίνουσες του κανόνα περιπτώσεις». Όταν όμως άκουσα την ίδια περίπου ιστορία αιφνίδιας αύξησης του πολιτικού ενδιαφέροντος των τέκνων δύο ακόμα οικογενειών, σκέφτηκα ότι ίσως η παρατηρηθείσα απόκλιση δεν ήταν τυχαία και γι’ αυτό επιδίωξα να συζητήσω με ορισμένους από αυτούς τους νέους ψηφοφόρους. Η χρήση τέτοιων μεθόδων συλλογής δεδομένων, όπως οι μη δομημένες συνεντεύξεις και οι ομάδες εστίασης, συχνά λοιδορούνται και εξομοιώνονται με έναν «καφέ στην πλατεία» (όπως είχε, δυστυχώς, ειρωνευτεί συνάδελφός μου προ καιρού), όμως στην πραγματικότητα αποτελούν εξαιρετικό εργαλείο ανίχνευσης των μηχανισμών διαμόρφωσης πολιτικών προτιμήσεων. Όταν μάλιστα οι μηχανισμοί αυτοί αποσυντονίζονται εξαιτίας ενός κομβικού γεγονότος, η επιλογή τέτοιων μεθόδων ανάλυσης καθίσταται μονόδρομος.
Οι θεωρίες εκλογικής συμπεριφοράς υπογραμμίζουν το ρόλο της πολιτικής συγκυρίας τη στιγμή της πολιτικής ενηλικίωσης, αναφέροντας συνηθέστερα ως παράδειγμα τη σημασία των φοιτητικών εξεγέρσεων στη Γαλλία στα τέλη της δεκαετίας του 1960 για τη μετέπειτα ενεργοποίηση της γενιάς του 1960. Ήταν η προκήρυξη του δημοψηφίσματος ένα τέτοιο κομβικό γεγονός, ικανό να μεταβάλει μοτίβα πολιτικής συμπεριφοράς των νέων; Οι νεαροί συνομιλητές μου έδειξαν να αντιλαμβάνονται ως πρωτοφανείς και μεγάλης κλίμακας τις πολιτικές και οικονομικές συνέπειες του δημοψηφίσματος. Η επικράτηση της μιας ή της άλλης επιλογής θα άλλαζε τις σταθερές τους και αυτή η πιθανότητα ήταν επαρκής συνθήκη για την ενεργοποίηση του πολιτικού τους ενδιαφέροντος. Από τη στιγμή εκείνη, και με δεδομένη την εξίσωση της επιλογής του «όχι» με την εγγενή τάση αντίδρασης στο κατεστημένο (με τη βοήθεια της θορυβώδους παρέμβασης στο πλευρό του «ναι» των περισσοτέρων μέσων ενημέρωσης και του λεγόμενου «παλαιού» πολιτικού προσωπικού), η επικράτηση του «όχι» ήταν αναμενόμενη. Όμως, ανεξάρτητα από την επιλογή τους, οι συνθήκες που δημιούργησε η προκήρυξη του δημοψηφίσματος φαίνεται να ανέδειξε μια άλλη εικόνα για το βαθμό ενασχόλησης της ελληνικής νεολαίας με την πολιτική. Σκληρές οικονομικές συνθήκες, εργασιακή ανασφάλεια, αλλά και η τοποθέτηση στην ατζέντα έντονων διλημμάτων πολιτικής από το «νέο» πολιτικό προσωπικό, κινητοποίησαν την πλέον αδρανή μερίδα των πολιτών είτε προς τη μια είτε –περισσότερο– προς την άλλη κατεύθυνση. Οι νέοι εκλογείς δεν έμειναν απαθείς, ούτε ακολούθησαν τη μόδα στην κάλπη της 5ης Ιουλίου.