Στα τέσσερα χρόνια της βαθιάς μας κρίσης δημοσιεύθηκαν διεθνώς πολλά άρθρα επιφανών οικονομολόγων με καταδικαστικές διαγνώσεις και προβλέψεις για την Ελλάδα. Ενώ συχνά εκκινούσαν από ελλιπή ανάλυση και γνώση της ελληνικής οικονομίας, συνέβαλαν στο δυσμενές κλίμα που δυσχέρανε πολλαπλά τις προσπάθειες ανάκαμψης. Τέτοια άρθρα έχουν ευτυχώς αραιώσει το τελευταίο διάστημα, όσο εξομαλύνεται κάπως η κατάσταση. Την περασμένη εβδομάδα ωστόσο επανήλθε ο Daniel Gros, διευθυντής του έγκυρου Κέντρου Ευρωπαϊκών Μελετών στις Βρυξέλλες, υποστηρίζοντας ότι η Ελλάδα διαφέρει από άλλες ευρωπαϊκές χώρες: αδυνατεί να βελτιώσει την οικονομική της επίδοση, ειδικά στον τομέα των εξαγωγών τον οποίο – εύλογα – θεωρεί καθοριστικό για να υπάρξει ανάπτυξη. Την απαισιόδοξη αυτή γνώμη αναδημοσίευσε «Το Βήμα» (Daniel Gros, Η ειδική περίπτωση της Ελλάδας, 9/3/2014). Και έκανε πολύ καλά: για να την πληροφορηθούμε αλλά και για να δούμε πόσο ευσταθεί. Διαρθρωτικό χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας αφότου εντάχθηκε στην ΕΟΚ παραμένει πράγματι το σχετικά μικρό μέγεθος του εξαγωγικού της τομέα. Δεν αληθεύει όμως ότι οι εξαγωγές έμειναν στάσιμες την τελευταία τετραετία, και μάλιστα ότι μειώθηκαν το 2013 έναντι του 2012, όπως διατείνεται ο Gros. Το αντίθετο συνέβη: Στα (προσωρινά) στοιχεία των Εθνικών Λογαριασμών που δημοσίευσε προχθές η ΕΛΣΤΑΤ (ΑΕΠ σε σταθερές αγοραίες τιμές) βλέπουμε εντυπωσιακή άνοδο 20,1% των εξαγωγών αγαθών μέσα στην τετραετία 2010-2013 της κρίσης, και ειδικότερα ετήσια αύξηση 5% το 2013.
Καθώς την ίδια τετραετία το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 21%, το μερίδιο των εξαγωγών αγαθών στο ΑΕΠ αυξήθηκε από 9,3% το 2009 σε 14,1% το 2013. Λιγότερο θεαματικά εξελίχθηκαν οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών συνολικά, αλλά και εκεί έχουμε αύξηση: 5,6% την τετραετία, 1,9% ειδικά το 2013. Έτσι το μερίδιο των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών στο ΑΕΠ από 20,1% το 2009 υπολογίζεται 26,9% το 2013.
Ανάλογη αύξηση στις εξαγωγές αγαθών αποτυπώνεται άλλωστε στο ισοζύγιο πληρωμών. Στην πρόσφατη έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος σημειώνεται ότι την περίοδο 2010-2013 «οι εξαγωγές [αγαθών] ως ποσοστό του ΑΕΠ και τα μερίδια αγοράς των ελληνικών προϊόντων αυξήθηκαν ταχύτερα από ό,τι σε άλλες χώρες όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιρλανδία» (σελ. 85). Η χαμηλότερη άνοδος των εξαγωγών υπηρεσιών αποδίδεται κυρίως στη μεγάλη πτώση των ναύλων από το 2011 που επηρέασε αρνητικά τα έσοδα της ναυτιλίας, ενόσω οι εισπράξεις από τον τουρισμό αυξάνονταν σημαντικά.
Αλλά και τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Παγκόσμιας Τράπεζας που επικαλείται ο Gros δεν θεμελιώνουν τους ισχυρισμούς του: Σύμφωνα με τις χειμερινές οικονομικές προβλέψεις της ΕΕ οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών της Πορτογαλίας έφτασαν τα 63,9 δις ευρώ το 2012 έναντι 52,3 δις της Ελλάδας (ήσαν 11,6 – όχι 20 δις υψηλότερες που γράφει ο Gros), ενώ και στις δύο χώρες η τάση το 2010-2013 καταγράφεται ανοδική, αν και ασθενέστερη στην Ελλάδα. Ο πίνακας της Παγκόσμιας Τράπεζας για τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών ως ποσοστό του ΑΕΠ δείχνει την Ελλάδα να ανεβαίνει από 19% το 2009 σε 27% το 2012, την Πορτογαλία αντίστοιχα από 28% σε 39%.
Ο Gros δεν κοίταξε προσεκτικά τα στοιχεία πριν βγάλει τα συμπεράσματά του. Αλλά κάθε αυταρέσκεια που τον «κατατροπώσαμε» θα ήταν άτοπη. Κατ’ αρχήν γιατί ορθά επισημαίνει ότι Ελλάδα και Πορτογαλία ξεκίνησαν από την ίδια χαμηλή αφετηρία λόγου εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών προς ΑΕΠ (1982: 21%) φτάνοντας σήμερα να απέχουν 12 μονάδες. Και ότι με παρόμοια εξαγωγική επίδοση θα είχαμε σήμερα 10% μεγαλύτερο ΑΕΠ, προφανώς και λιγότερη ανεργία. Μόνο που η μεγάλη απόκλιση συντελέστηκε προ κρίσης, όταν εδώ έκλειναν βιομηχανίες και άνοιγαν εμπορικά κέντρα για να ψωνίζουμε εισαγόμενα, ανάμεσά τους και πορτογαλικά σεντόνια.
Είναι σημαντικό να καταλάβουμε πόση ζημιά έγινε πριν, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα όποια βελτίωση πραγματοποιείται μέσα στις φοβερές τωρινές δυσκολίες. Μόνον έτσι μπορούμε πολιτικά να σχεδιάσουμε πώς θα πορευτούμε στη συνέχεια. Διότι αυτό, ένα σχέδιο για την παραγωγική ανασυγκρότηση στηριγμένο σε πλατιά κοινωνική αποδοχή, χρειαζόμαστε προπάντων. Εγκλωβισμένοι όμως στις αδιάκοπες διαπραγματεύσεις επιμέρους ζητημάτων με την τρόικα και στην εσωτερική πόλωση περί τα Μνημόνια ελάχιστα το συζητάμε. Παρόλη τη λάθος ανάλυση έχει δίκιο ο Gros καταλήγοντας: «Ένα πρόγραμμα προσαρμογής επιτυγχάνει ή αποτυγχάνει στην ίδια τη χώρα, όχι στις Βρυξέλλες ή στην Ουάσινγκτον.»