Η Δημοκρατία είναι εφτάψυχη. Εκεί που δεν φαίνεται διέξοδος, είτε μετά από ένα εκλογικό αποτέλεσμα (Ιταλία), είτε λόγω κοινωνικής κατάστασης (Ελλάδα), γίνονται βήματα που δίνουν ελπίδα. Σε άλλα μέτωπα, με πιο υπόγειους τρόπους. Αλλά, όπως θα έλεγε και ο ποιητής (που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι πεζογράφος, ο Ε. Μ. Φόστερ), «όλα συνδέονται».
Στην Πορτογαλία έγινε την περασμένη εβδομάδα μια τεράστια διαδήλωση. Τεράστια με κάθε έννοια: σε όγκο, σε παλμό, σε ιερή αγανάκτηση. Πολλές εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι βγήκαν στο δρόμο, σε μια χώρα στην οποία δεν συνηθίζουν να βγαίνουν στο δρόμο, για να πουν ότι δεν αντέχουν άλλη υποβάθμιση της ζωής τους και να ζητήσουν από την κυβέρνησή τους να χαλαρώσει τη θηλιά. Το πολύ ενδιαφέρον, και παρήγορο για τη Δημοκρατία, είναι ότι όλες οι διαδηλώσεις, σε όλες τις πόλεις της Πορτογαλίας και κυρίως μπροστά στο Κοινοβούλιο, στη Λισαβόνα, ήταν απόλυτα ειρηνικές. Ούτε ένας αγανακτισμένος δεν ξέφυγε στη βία, ούτε ένας κουκουλοφόρος δεν τόλμησε να ντυθεί διαδηλωτής, ούτε ένας αστυνομικός δεν έγινε προβοκάτορας, ούτε μολότοφ πετάχτηκαν από αθλητικά σακίδια, ούτε ομάδες περιφρούρησης υπήρξαν, για να το παίξουν αστυνομία και να συγκρουστούν με την αστυνομία. Γυμνά, παθιασμένα πρόσωπα, συνθήματα με δύναμη και χιούμορ, αξιοπρέπεια. Και γι’ αυτό η φωνή ακούστηκε και συγκίνησε στα πέρατα της Ευρώπης -χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι θα αλλάξει, αμέσως, την πολιτική της Ευρώπης. Η Πορτογαλία έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: έναν πολύ ενεργό και πολύ δημοκρατικό στρατό, έναν Πρόεδρο της Δημοκρατίας που ζητάει μεγαλύτερη προσπάθεια από τον Πρωθυπουργό του (και ας ανήκουν στο ίδιο κόμμα), μια κοινωνία πιο μαθημένη στη στέρηση. Αλλά η μεγάλη της δύναμη είναι αυτό το διαρκές μάθημα αξιοπρέπειας.
Σε ένα άλλο μέτωπο, την αντιμετώπιση του εξτρεμισμού (αυτό το παιδί της κρίσης και των αδυναμιών της παραδοσιακής πολιτικής), είχαμε δύο επίσης σημαντικές εξελίξεις: την αμετακίνητα αρνητική στάση του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου ως προς τη νομιμότητα του ναζιστικού κόμματος NPD και την καταβαράθρωση του κόμματος που ίδρυσε ο Χάιντερ (θυμόσαστε τον πάντα μαυρισμένο ακροδεξιό Αυστριακό πολιτικό, που κόντεψε να γίνει Καγκελάριος και πέθανε πριν από λίγα χρόνια, τρέχοντας με 200 με την Πόρσε του;) στις τοπικές εκλογές της ίδιας της πατρίδας του, της Καρινθίας. Τα γεγονότα αυτά μας λένε δύο πράγματα: ότι η Δημοκρατία δεν γίνεται καθόλου λιγότερο δημοκρατική όταν επιμένει να επιβάλει τους κανόνες της σε κείνους που ανοιχτά τους προσβάλλουν΄ και ότι δεν υπάρχει νομοτέλεια στην άνοδο της ακροδεξιάς και των άκρων, γενικά. Μπορεί οι συνθήκες να προσφέρουν ένα είδος νομιμοποίησης στους εξτρεμιστές -μέσω της ισοπέδωσης όλων των πολιτικών σχηματισμών και της ισχυροποίησης του αισθήματος ότι όλοι είναι εξίσου (διε)φθαρμένοι, άρα τουλάχιστον οι αντικοινοβουλευτικές δυνάμεις είναι πιο ειλικρινείς- και η εκ του μακρόθεν (προς το παρόν) σχέση τους με την εξουσία να τους προσφέρει ένα (πλαστό) επιχείρημα παρθενίας, ωστόσο κάθε άλλο παρά δεδομένο είναι ότι προορίζονται, κάποια στιγμή και από τη δύναμη των πραγμάτων, να κυριαρχήσουν. Η Δημοκρατία έχει τα όπλα της: πρόσωπα που μπορεί να είναι νέα χωρίς να προκαλούν και να υποδαυλίζουν το φόβο, θεσμούς που μπορούν να ανανεώνονται χωρίς να εκπίπτουν. Η διαδικασία είναι αργή και επίπονη, αλλά κάπου, πέρα από το φως των προβολέων, λαμβάνει χώρα και περιμένει να τη συνειδητοποιήσουμε και να τη στηρίξουμε.