Αναπαράγεται αυτές τις μέρες από τα ΜΜΕ αλλά και τα κόμματα της αντιπολίτευσης η άποψη ότι η αντιδικία που εμφανίζει η κυβέρνηση με τους εταίρους δεν είναι παρά ένας πόλεμος λέξεων για να θολώσουν οι εντυπώσεις από την ουσία των διαπραγματεύσεων και συμφωνιών που θα ακολουθήσουν. Πολύ φοβάμαι ότι είναι επιφανειακή αυτή η ερμηνεία. Δεν πρόκειται για πόλεμο λέξεων που απλώς μεταβαπτίζουν βασικές έννοιες των πολιτικών χειρισμών που επέβαλε η κρίση, αλλά πρόκειται για την επιφάνεια μιας πολύ σοβαρότερης και ιδιαίτερα επικίνδυνος παρέμβασης στην διαμόρφωση της νέας ηγεμονεύουσας ιδεολογίας (ΝΗΙ). Μια επιτυχημένη μέχρι στιγμής προσπάθεια για να διαμορφωθεί η κατάλληλη ιδεολογική υποδοχή ενός ολοκληρωμένου λαϊκισμού που απομακρύνει το ελληνικό πολιτικό σύστημα από τον δημοκρατικό φιλελευθερισμό της Ευρωπαϊκής παράδοσης και υπονομεύει αποτελεσματικά τη σχέση μας με την πολιτισμική υποδομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τελικός σκοπός, με δόλο ή ενδεχόμενο δόλο αδιάφορα, είναι η αποκοπή της Ελλάδας από την δυναμική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προβλέπω ότι αυτό θα αποδειχτεί, υποθέτω, από την ουσία των «μεταρρυθμίσεων» που τελικά θα προσπαθήσει να εφαρμόσει εις αντικατάσταση των όσων προβλέπονται από τις εν ισχύει συμφωνίες. Όλα δείχνουν ότι η κυβέρνηση επιχειρεί συστηματικά την απομάκρυνση από την οικονομία της αγοράς, επιδιώκει νόθευση της δημοκρατικής κουλτούρας (βλ. παρεμβάσεις Ήσυχου) και περιορισμό των ορίων της ανοιχτής κοινωνίας και αποβλέπει στη διαμόρφωση νέας κρατικής ιδεολογίας. Ένα από τα βασικά εργαλεία μιας τέτοιας ιδεολογικής αναπροσαρμογής είναι και η χρήση της γλώσσας με την ανασημασιοδότηση των λέξεων ώστε να εγχαράσσουν τα επιθυμητά σημαινόμενα.
Όλα αυτά απομακρύνουν ταχύτητα της χώρα μας από το πολιτισμικό ευρωπαϊκό κεκτημένο. Υποπτεύομαι ότι η δημοκρατική αντιπολίτευση δεν συλλαμβάνει τις διεργασίες αυτές και δεν δίνει την σημασία που πρέπει. Παραβλέπει ότι οι αλλαγές στο πεδίο της πολιτικής κουλτούρας δεν εμφανίζονται ουρανοκατέβατες αλλά πάντα λειτουργούν σωρευτικά κάτω από την κάλυψη μιας καθημερινότητας τεμαχισμένων υποχωρήσεων σε δήθεν υπερβολές και λάθη της στιγμής. Ασήμαντες παραχωρήσεις σωρεύονται με τον χρόνο σε ριζικές αλλαγές. Δεν είναι καθόλου τυχαία η ευρεία υποστήριξη της «αλλοπρόσαλλης» πολιτικής των ημερών από την κοινή γνώμη όπως δείχνουν οι σχετικές δημοσκοπήσεις.
Ο ρόλος της γλώσσας και των σημαινομένων που αποδίδονται στις λέξεις, σε συνδυασμό με τις συνδηλώσεις που χτίζει η προπαγάνδα, είναι θεμελιώδης παράγοντας τόσο για την δομή όσο και για την έκφραση μιας πολιτικής κουλτούρας. Ο Όργουελ ( στο μυθιστόρημά του 1984) μας έχει δώσει μια έξοχη εκλαϊκευμένη άποψη της σημασίας που έχει η γλώσσα ως εργαλείο ελέγχου της πολιτικής συμπεριφοράς, όταν αυτή χρησιμοποιείται «εκ των άνω» από ένα ολοκληρωτικό καθεστώς. Το «Παράρτημά» του στο μυθιστόρημα είναι ένα έξοχο δοκίμιο επί του προκειμένου. Και το προκείμενο είναι ότι εδώ και πολλές δεκαετίες, στην Ελλάδα, διαμορφώθηκε ένα γλωσσικό ιδίωμα κατά το πρότυπο του Οργουελιανού Newspeak, το γλωσσικό ιδίωμα της «Αριστεράς» (με κεφαλαίο «Α» σε αντίθεση προς τις ποικίλες πράγματι αριστερές πολιτικές εκφράσεις που εκφράζονται με την κοινή ανοικτή μη ποδηγετούμενη γλώσσα). Μέχρι τώρα, η διαμόρφωση του «αριστερού» newspeak είχε έντονα στοιχεία αυθορμητισμού καθόσον διαπλάθονταν απονήρευτα κυρίως από τους διανοούμενους της «αριστερής αφήγησης» στα επιμέρους πεδία της λογοτεχνικής και επιστημονικής δημιουργίας και του πολιτικού δημόσιου λόγου. Το καινούριο στοιχείο είναι ότι για πρώτη φορά στην γλωσσολογική αυτή εξέλιξη παρεμβαίνει οργανικά μια κυβέρνηση, η παρούσα. Και φαίνεται ότι έχει καλοσχεδιασμένο πρόγραμμα, σε αντίθεση με την προχειρότητα των σχεδιασμών της στον οικονομικό τομέα.
Το αριστερό newspeak είναι ήδη εξαιρετικά ισχυρό και ελκυστικό για τον κοινό πολίτη. Και τούτο οφείλεται στο ότι χτίστηκε πάνω σε εθνικολαϊκιστικές βάσεις. Θα ήταν διαβολικό να υποθέσουμε ότι αυτό έγινε προσχεδιασμένα από την κομμουνιστογενή αριστερά που δεν έχει δείξει τέτοια σημάδια στρατηγικής διορατικότητας (κατά την Ηλία Ηλιού η ιστορία της είναι χτισμένη πάνω σε ένα δρόμο γεμάτο με μπανανόφλουδες). Η μεγάλη διεισδυτικότητά της οφείλεται στο ότι στην δημιουργία και την διαχρονική διαμόρφωσή της, κατά παγκόσμια πρωτοτυπία, συνέβαλε αποφασιστικά και η ελληνική δεξιά, δίνοντας στο εγχείρημα καθολική σημασία ! Γιατί η γενεαλογία του αριστερού εθνικολαϊκιστικού newspeak αρχίζει από τον εμφύλιο πόλεμο με τις ομογενοποιημένες λεκτικές αντιμαχίες μεταξύ κομμουνιστών και εθνικοφρόνων και συνεχίστηκε μέχρι την παροξυσματική αντιμνημονιακή ρητορεία της Δεξιάς (συμπεριλαμβανομένης της ΝΔ) των ημερών μας. Έτσι η Δεξιά καθιέρωσε το λεξιλόγιο της εθνικοφροσύνης και σε αυτό η Αριστερά πρότεινε την δική της αντίστιξη περί εχθρών του Λαού. Η δεξιά καθιέρωση το λεξιλόγιο της πρακτορείας στην υπηρεσία ξένων δυνάμεων (κατάσκοποι της ΕΣΣΔ, πράκτορες του ΕΑΜοβουλγαρισμού και πανσλαβισμού) και η Αριστερά αντέτεινε την ρητορεία περί δουλείας στον διεθνή ιμπεριαλισμό. Τέλος, η Αριστερά μονοπώλησε το λεξιλόγιο στο πεδίου της «προοδευτικότητας» και Δεξιά αντέτεινε την ρητορεία του «από τριών χιλιάδων ετών αθάνατου ελληνισμού »( ας θυμηθούμε τις εμβληματικές εκπομπές του Σβολώπουλου). Και πάει λέγοντας. Στην περίοδο της κρίσης, η σύμπτωση εννοιών του newspeak αριστεράς/δεξιάς μνημειώθηκε με την κοινή υιοθέτηση της «ρετσινιάς» των μνημονιακών και την κατασκευή του ένδοξου τίτλου του αντιμνημονιακού. Τώρα, το εγχείρημα ολοκληρώνεται σχεδόν θεσμικά από την «πρώτη αριστερή κυβέρνηση», όπου και ο ίδιος αυτός ο τίτλος που επιφύλαξε για τον εαυτό της η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ είναι μέρος του λεξιλογίου του ελληνικού Newspeak. Μια «για πρώτη φορά αριστερά κυβέρνηση» που όχι μόνο στηρίζεται αλλά συμπίπτει και προγραμματικά με το κατ’ εξοχή ακροδεξιό σοβινιστικό κόμμα των ΑΝΕΛ !
Καιρός να δούμε το σκληρό λεξιλόγιο του εθνικολαϊκίστικου newspeak για να μπορέσουμε, στο τέλος, να συνδέσουμε τη γλώσσα με την δημιουργία αντίστοιχης ηγεμονεύουσας ιδεολογίας, όπου φαίνεται ότι η κομμουνιστογενής εθνικολαϊκιστική κερδίζει σχεδόν άνευ αντιπάλου, επί του παρόντος τουλάχιστο.
Το πρώτο γλωσσικό εργαλείο που χρησιμοποιείται σήμερα κατά κόρο είναι η έννοια του «Λαού» και η συναρτημένη προς αυτό έννοια του Λαϊκού συμφέροντος. Η κυβέρνηση διεκδικεί την απόλυτη εκπροσώπηση του ελληνικού λαού για να καλύψει τις πραγματικούς σκοπούς και στόχους των πολιτικών της. Η αρχιτεκτονική της κατασκευής της έννοιας του Λαού είναι αντιφατική και στηρίζεται σε βοηθητικές έννοιες που συγκρούονται αναφανδόν μεταξύ τους, αλλά παρά ταύτα παίζουν πολύ καλά το ρόλο τους ως εργαλεία συσκότισης των πολιτικών προθέσεων. Στα πλαίσια στου συριζαϊκού newspeak ο «λαός» είναι μια μεταφυσική ολιστική κατασκευή, πέρα από την κοινωνική και ανθρωπολογική ποικιλία, που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για να διεγείρει τυφλά συναισθήματα συμπαθείας. Ποιος θα τολμήσει να αμφισβητήσει το «συμφέρον του λαού», την «σοφία του λαού», την «εκπεφρασμένη γνώμη του λαού», την «παντοδυναμία του λαού» και πάει λέγοντας; Καμία από τις βοηθητικές αυτές λέξεις δεν μπορεί να εκφραστεί με πραγματολογικό, δηλαδή εμπειρικό, τρόπο. Εξ ου και είναι μεταφυσικές. Προσέξτε: δεν μιλούν για «κοινό συμφέρον» και αυτό δεν είναι απονήρευτο. Το κοινό συμφέρον προϋποθέτει κανόνες σύνθεσης των επιμέρους συμφερόντων και επομένως προϋποθέτει a priori παραδοχή του κοινωνικού πλουραλισμού. Τα επιμέρους συμφέροντα για να συντεθούν χρειάζεται προηγουμένως να εκφραστούν ως διακεκριμένα. Ο λαός, από την άλλη, στο newspeak, είναι μια αφηρημένη κατασκευή που δεν μπορεί να εκφράσει την πολυπλοκότητα των σύγχρονων κοινωνιών που απαρτίζονται από αναρίθμητες ομάδες και ταυτότητες που κάθε μία της έχει το δικό της μερικό συμφέρον. Έτσι, οι ιδεολόγοι της «για πρώτη φορά αριστερής κυβέρνησης» προσφεύγουν στον φαντασιακό όρο του Λαού προφανώς για να κρύψουν το δικό τους πραγματικό συμφέρον. Γνωστό κόλπο. Το έχουν ήδη εκλεπτύνει σε ανώτατο επίπεδο η Ναζί και οι θεωρητικοί τους στον Μεσοπόλεμο. Ο Στάλιν το θυμήθηκε κι αυτός μόνο όταν χρειάστηκε να οργανώσει εθνική πανστρατιά για να αντιμετωπίσει τη γερμανική επίθεση. Τότε λησμόνησε το ταξικό συμφέρον και κατέφυγε στο εθνικό, που υποστασιοποιούσε κατ’ ανάγκη την έννοια του ενιαίου Λαού. Αλλά και τα κράτη που προέκυψαν για να συγκροτήσουν το Σοβιετικό μπλοκ, ως λαϊκές δημοκρατίες εμφανίστηκαν και όχι ως προλεταριακές ή έστω σοβιετικές. Και για να έλθουμε στα δικά μας, πώς να αποφύγουν αυτό το τέχνασμα οι συριζαίοι, όταν στην πραγματικότητα παλεύουν με τον πιο ωμό τρόπο για την εξυπηρέτηση των συντεχνιακών ομάδων πάνω στις οποίες στηρίζουν την πολιτική δύναμή τους οι περισσότεροι από τους υπουργούς της κυβέρνησης; Και, χειρότερα, με ποιον άλλο καλλίτερο τρόπο θα μπορούσαν να κρύψουν την μεταφυσική εξουσιολαγνεία των ιδεοληψιών τους; Πώς να κρυφτεί, για παράδειγμα, ο τελικός σκοπός της παρέμβασης στην εκπαίδευση για την διαμόρφωση εθνικολαϊκιστικής ιδεολογίας (βλ. παρεμβάσεις Ήσυχου με την επισφράγιση της προέδρου της Βουλής), αν δεν προβληθεί η σκοπιμότητα εν ονόματι δήθεν του λαϊκού συμφέροντος; Στη πραγματικότητα, όμως, τέτοιες παρεμβάσεις αποσκοπούν αποκλειστικά στην διαιώνιση της εξουσίας μιας πολιτικής κάστας (βλ. κατ’ αναλογία τις προσπάθειες δημιουργίας του «σοβιετικού ανθρώπου»). Άπαξ και κατέκτησε την εξουσία, ο ΣΥΡΙΖΑ λειτουργεί πια αδιάντροπα ως ξεκάθαρη κάστα εξουσίας που υπόσχεται να «εκκαθαρίσει τον κρατικό μηχανισμό από τα «μνημονιακά υπολείμματα». Στην ισοπεδωτική αυτή μεταφυσική η μεν Δεξιά απλώς αντιπαρατάσσει την δική της διεκδίκηση για την ηγεσία του της δικής της εκδοχής «λαϊκού συμφέροντος», η δε σοσιαλδημοκρατία σιωπά αμήχανα επειδή τώρα φαίνεται η αδυναμία της να αντιτάξει αποτελεσματική άμυνα σε αυτού του είδους τις επικίνδυνες ιδεολογικές στρεβλώσεις. Με τον τρόπο τους και οι δύο αντιπολιτευόμενες παρατάξεις συμβάλλουν με τον τρόπο τους στην καθιέρωση του συριζαϊκού newspeak. Απόδειξη πρόσφατη, το γενικό σιωπητήριο αυτολογοκρισίας που επιβλήθηκε σε κάθε κριτική «όταν η κυβέρνηση διαπραγματεύεται στο εξωτερικό». Σάμπως να μη ήταν μια διαπραγμάτευση με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που ήταν επιδεκτικά εύλογης κριτικής. Ο φόβος της κοινής γνώμης (γράφε της ηγεμονεύουσας ιδεολογίας) έκλεισε για μακρό χρόνο τα στόματα της κριτικής. Δεν άντεξε για πολύ, βέβαια, αυτό το προσκλητήριο αυτολογοκρισίας, επειδή το θέατρο που έπαιζαν οι κυβερνητικοί υπεύθυνοι ήταν τόσο κραυγαλέα γελοίο, ώστε να μη δικαιολογεί την παραμικρή ευγένεια εκ μέρους των ενεών θεατών τους. Όμως η ζημιά έχει γίνει και τέτοιες ζημιές σωρεύονται για οδηγήσουν σε ποιοτικές μεταβολές.
Το δεύτερο, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, κεφάλαιο του newspeak αναφέρεται στους «εξωτερικούς εχθρούς». Εκεί, οι εταίροι που έστερξαν στην στήριξη της χώρας για να μη χρεοκοπήσει άτακτα, ονομάζονται «πιστωτές», τα επιτόκια δανεισμού χαρακτηρίζονται «τοκογλυφικά» και ας είναι πολύ χαμηλότερα από εκείνα που θα μπορούσε η κυβέρνηση να εξασφαλίσει από μόνη της, και οι χώρες της ΕΕ βαφτίζονται «εχθροί» με τους οποίους είμαστε σε «πόλεμο» στη διάρκεια του οποίου «κερδίζουμε κάποιες μάχες» για τις οποίες ο ελληνικός λαός «πρέπει να είναι υπερήφανος». Η αποθέωση εδώ είναι η προσφυγή στην τυμβωρυχία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για να προβάλουμε τους σημερινούς Γερμανούς ως γνήσιους συνεχιστές του Ναζισμού. Σάμπως να μη καταλαβαίνει κανείς από τους ιδεολόγους της κυβέρνησης τις κοσμογονικές αλλαγές που έχουν επέλθει στην Ευρώπη μετά την συντριβή του Ναζισμού και οι οποίες ανέκοψαν ιστορικές τάσεις που είχαν οδηγήσει την ήπειρό μας σε ακατανόμαστες σφαγές από την εποχή του τριακονταετούς πολέμου. Ποιόν συμφέρει μια τέτοια αναχρονιστική τυμβωρυχία; Μα, προφανώς ένα καθεστώς σαν και αυτό που προσπαθεί να χτίσει μεθοδικά «η πρώτη αριστερή» κυβέρνηση. Ένα καθεστώς που είναι ανίκανο να πιάσει τον ειρμό της δημοκρατικής φιλελεύθερης προόδου και θέλει να διασφαλίσει την εξουσία του σε μια απομονωμένη φοβική εθνικολαϊκή νησίδα τα ων Νοτίων Βαλκανίων. Δυστυχώς, και εδώ πάλι οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις άθελά τους, ελπίζω, συμβάλλουν στην καθιέρωση της νοηματοδότησης του newspeak. Γιατί αυτό κάνουν με το να προσχωρούν άκριτα στην τακτική τυφλής σύγκρουσης με πρόσχημα της γερμανικός αποζημιώσεις και το γερμανικό κατοχικό δάνειο χωρίς να τολμούν να αντιτάξουν μια ρεαλιστική πολιτική που να συνάδει με την σύγχρονη αφήγηση της ευρωπαϊκής Ενοποίησης. Όταν από το 2000, με τις αποφάσεις της Συνόδου της Λισσαβόνας έχει τα τεθεί ως ρητός στόχος ότι η εκπαίδευση των κρατών-μελών θα πρέπει να υπηρετεί τον στόχο μιας πολιτικά ενοποιημένης Ευρώπης, ό Ήσυχος και ο Κοτζιάς εισάγουν φυλλάδια μίσους στην εγκύκλια εκπαίδευση που υπόρρητα ταυτίζουν την σημερινή δημοκρατική Γερμανία με τον Ναζισμό. Πώς θα αντιδρούσε η «καθοδήγηση» του ΣΥΡΙΖΑ αν κάποιοι άλλοι μοίραζαν στα σχολεία φυλλάδια που συνδέουν το κομμουνιστογενές κόμμα τους με τον Σταλινικό ζόφο; Στο νέο newspeak ο όρος «Γερμανία» και τα παράγωγα αυτού προσλαμβάνουν καθαρά ρατσιστικό περιεχόμενο. Τι περισσότερο θα μπορούσαμε να κάνουμε για να υπονομεύσουμε την πορεία προς την Ευρωπαϊκή ενοποίηση;
Για να μη μακρηγορώ: Είναι ανάγκη να συνειδητοποιήσουμε τον φθοροποιό ρόλο που παίζει το συριζαίϊκο newspeak και να αποκαλύπτουμε σε κάθε ευκαιρία τι κρύβεται πίσω από τις λέξεις με τις οποίες προσπαθεί να μας τυφλώσει ο Αλέξης και οι συνεργοί του. Άλλωστε, όπως πιστεύω, μια τέτοια γλωσσολογική φαινομενικά άμυνα μπορεί ν’ αποτελέσει και καλό δρόμο για να ξεκαθαρίσει ουσιαστικά το πεδίο των πολιτικών νοημάτων κυρίως στον χώρο της σοσιαλδημοκρατίας, την οποία έχει απόλυτη ανάγκη η κοινωνία μας για το κοινό της συμφέρον.