Στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, αναδείχθηκε και μια ακόμα κρίση που τη λες και πολιτισμική. Αφορούσε τη συμπεριφορά ενός τμήματος της κοινωνίας. Ένα κομμάτι το οποίο εύχομαι -αλλά δεν είμαι σίγουρος- πως είναι σχετικά μικρό. Ένα κομμάτι που έβγαλε τον χειρότερό του εαυτό. Απογυμνωνένο από την πλαστή ευημερία στην οποία είχε εθιστεί για αρκετά χρόνια, αντιμετώπισε την κρίση σαν κάτι αποκλειστικά εισαγόμενο, αναζήτησε τις αιτίες της σε εξωτερικούς εχθρούς, ερμήνευσε τις πολιτικές συμπεριφορές με ορολογία εμφυλίου και έμαθε να μιλά με όρους άσπρου-μαύρου. Χαρακτηρισμοί όπως «γερμανοτσολιάδες», «νενέκοι», «εθνοπροδότες», μπήκαν στο καθημερινό λεξιλόγιο ως εργαλεία ερμηνείας όσων συνέβαιναν.
Και η αλήθεια είναι πως αυτό είναι κάτι ιδιαίτερα εύκολο και ανέξοδο. Δεν έχεις λόγους να αναζητείς περισσότερα από μερικούς επιθετικούς ακραίους προσδιορισμούς για να εξηγήσεις γιατί σου κόπηκε η σύνταξη, έχασες τη δουλειά σου, βρέθηκες με πολλά δάνεια στην πλάτη. Οι ερμηνείες αυτού του είδους δεν είχαν πολιτικά χαρακτηριστικά, με την ορθολογική έννοια του όρου τουλάχιστον. Τις συναντούσες σε ψηφοφόρους σχεδόν όλων των παρατάξεων, αλλά επειδή στα χρόνια που πέρασαν κυβερνούσαν το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ., οι εύκολες ερμηνείες έβρισκαν πρόσφορο εδαφος τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Δυστυχώς και σ’ ένα σεβαστό κομμάτι πολιτών που αυτοπροσδιορίζονταν ως αριστεροί.
Έτσι κύλησαν τα χρόνια και μ’ αυτόν τον τρόπο πορεύτηκαν πολλοί, επίσης δυστυχώς με τη σημαντική βοήθεια που τους έδιναν είτε συνθήματα της τότε αντιπολίτευσης είτε η συμπεριφορά πολλών δημοσιογράφων. Η αδυναμία ή η σκόπιμη άρνηση να ερμηνεύσουν τα φαινόμενα με πολιτικούς όρους και ιδεολογικούς διαχωρισμούς (ο Φουκουγιάμα ποτέ δεν επιβεβαίώθηκε για το τέλος των ιδεολογιών), έκανε και τη δική τους δουλειά πιο εύκολη.
Δεν χρειαζόταν να παιδευτείς λίγο περισσότερο για να επισημάνεις πως η κυριαρχία του φιλελευθερου οικονομικού μοντέλου δεν αντιμετωπίζεται με κραυγές και ψίθυρους, με χαρακτηρισμούς και με άτοπες ερμηνείες με όρους του παρελθόντος. Δεν ήταν αναγκαίο να προσπαθήσεις να επηρεάσεις τη συλλογική συνείδηση με περισσότερη αυτογνωσία και αναζήτηση τρόπων διαχείρισης και αντιμετώπισης της κυριαρχίας των αγορών. Το εύκολο ήταν να χαρακτηρίσεις τον πολιτικό σου αντίπαλο «Μερκελιστή» ή «υπάλληλο ξένων συμφερόντων» για να πετύχεις τον στόχο σου. Είτε αυτός ήταν η ψήφος (για τις πολιτικές δυνάμεις), είτε η αναγνωρισιμότητα και «επιτυχία» (για τα μίντια και πολλούς εκπροσώπους τους).
Τα κόμματα έβρισκαν ελκυστικό να χαρακτηρίζουν τους αντιπάλους «φερέφωνα των δανειστών», αυτό εφερνε ομάδες ψηφοφόρων κοντά τους για να τα φέρουν στη συνέχεια αυτά κοντά στην εξουσία. Οι δημοσιογράφοι αυτοϊκανοποιούνταν να χρησιμοποιούν ανάλογες λογικές γιατί γινόντουσαν πιο ελκυστικοί και αρεστοί στα αυτιά ενός κομματιού της κοινωνίας σε παρακμή. Και έτσι πορευόμασταν εκπαιδεύοντας την κοινωνία αυτή να αποφεύγει τη σκέψη και να ενισχύει το θυμικό και τα ένστικτα. Και ήταν όλοι ευχαριστημένοι από αυτό.
Η διαφαινόμενη συμφωνία της σημερινής κυβέρνησης με τους δανειστές ή έστω οι προτάσεις που αυτή κάνει προς την τρόικα (όπως το κείμενο των 47 σελίδων), δείχνει τη διάθεσή της για μεγάλους συμβιβασμούς. Μεγάλους σε σύγκριση με όσα είχε υποσχεθεί και όσα ανέξοδα έλεγε όχι μόνο στα προεκλογικά μπαλκόνια αλλά και μεγάλο χρονικό διάστημα πριν. Και δεν είναι μόνο αυτό. Ο πρωθυπουργός που πρωτοστατούσε στην εύκολη ρητορεία συναντιέται κάθε τρεις και λίγο μ’ εκείνους τους οποίους αντιμετώπιζε όχι ως πολιτικούς αντιπάλους αλλά περίπου ως προσωπικούς εχθρούς.
Η κ. Μέρκελ η οποία άλλοτε «δεν ήταν παρά μία από τους πολλούς αρχηγούς κρατών της Ε.Ε.», όπως έλεγε ο κ. Τσίπρας, η κ. Μέρκελ στην οποία ο κ. Τσίπρας «δεν θα έδινε τη χαρά να της ζητήσει συνάντηση», η «μαντάμ Μέρκελ» την οποία κάποτε καλούσε να «go back», τώρα είναι η πιο τακτική του συνομιλήτρια και (με όρους της δικής του πολιτικής συμπεριφοράς του παρελθόντος) χαριεντίζεται μαζί της και αναζητεί τη στήριξή της.
Τα παραδείγματα πολλά και όχι μόνο από το πολιτικό προσωπικό αλλά και από εκείνο των μίντια. Των δημοσιογράφων εκείνων (κατά βάση προερχόμενων από τη μεγάλη του ΠΑΣΟΚ σχολή), οι οποίοι είδαν τις καλύτερες προσωπικές τους ημέρες στο επερχόμενο κόμμα εξουσίας. Και χάιδευαν τα αυτιά των αναγνωστών, ακροατών, τηλεθεατών με ερμηνείες ισοπεδωτικές, χωρίς πολιτικούς όρους αλλά με άγγιγμα του συναισθήματος. Αυτοί, οι οποίοι ενώ έκαναν κριτική με αγοραίους όρους στους αντίπαλους του ΣΥΡΙΖΑ, τώρα σφυρίζουν αδιάφορα όταν βλέπουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει ό,τι ακριβώς και οι προηγούμενοι.
Η συμπεριφορά αυτή πολιτικών και ανθρώπων των μίντια, άφησε πίσω της πολλή σκόνη, και μαζί με αυτή διαμόρφωσε, εκπαίδευσε το προαναφερόμενο κομμάτι της κοινωνίας. Η ευθύνη τους μεγάλη. Όπως μεγάλο είναι και ένα άλλο πρόβλημα. Οι εκπαιδευμένοι να μιλάνε για «γερμανοτσολιάδες» όταν βλέπουν σήμερα τον πρωθυπουργό να συνομιλεί με τέτοια συχνότητα με Μέρκελ, Γιούνκερ κ.ά. ή να συμφωνεί με ανάλογη ευκολία σε μνημόνια (και ας τα λένε όπως θέλουν οι ίδιοι), πού θα κατευθυνθούν τώρα; Μήπως σε ό,τι χειρότερο υπάρχει στην πολιτική μας ζωή, στη συμμορία που δικάζεται; έχουν σκεφτεί σε ποιους θα απευθύνονται τώρα, όταν μιλάνε για «γερμανοτσολιάδες»;