Μιλούσαμε την περασμένη βδομάδα για τους δυο σωματοφύλακες της ευρωπαϊκής ενοποίησης, τους ηγέτες της Γαλλίας και της Ιταλίας Ολάντ και Μόντι. Η εικόνα δεν θα ήταν πλήρης, σχεδόν δεν θα είχε νόημα, χωρίς ένα πρόσωπο που δεν ηγείται χώρας αλλά θεσμού και που δεν έχει νομιμοποίηση άλλη από αυτή που δίνει με πράξεις στο ρόλο του. Ο λόγος, φυσικά, για τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι.
Όπως η βιογραφία του προδίδει (συνδυασμός ακαδημαϊκού με χρηματοοικονομικό σύμβουλο με τραπεζίτη με πολιτικό), δεν πρόκειται για αιθεροβάμονα, ιδεολόγο ή έστω άνθρωπο με πολιτική ατζέντα (ποτέ εξάλλου δεν θα έπαιρνε τη θέση που έχει αν εμφάνιζε αυτά τα χαρακτηριστικά) αλλά για σκληρό πραγματιστή. Όπως το όνομά του προδίδει (αυτός που «ανεβαίνει»), ο πραγματισμός συνοδεύεται από μεγάλη προσωπική φιλοδοξία. Όπως η εμφάνισή του προδίδει, η ευγένεια και το μόνιμο χαμόγελο κρύβουν και δεν κρύβουν μια μεγάλη υπεροψία κι ένα ακόμα μεγαλύτερο πείσμα. Όπως, καλύτερα απ’ όλα, οι πράξεις του στο τιμόνι της ΕΚΤ προδίδουν, αυτός ο συγκεκριμένος τραπεζίτης στην Αμερική, Υπουργός στην Ιταλία και μονοκράτορας στη Φρανκφούρτη, είναι, από όλους τους Ευρωπαίους αποφασίζοντες, εκείνος που πιστεύει και αγωνίζεται περισσότερο για την σωτηρία του ευρώ και της Ευρωζώνης.
Τη στιγμή που η γερμανίδα Καγκελάριος, περί το καλοκαίρι, αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στη «σκληρή» και την «φιλευρωπαϊκή» γραμμή του κόμματος, της κυβέρνησης και της κοινής γνώμης της, ο Μόντι, στο όνομα της ΕΚΤ, δήλωσε ότι θα «κάνει το παν» για τη διάσωση όσων κρατών μελών το έχουν ανάγκη. Σε πείσμα των φωνών της νομισματικής ορθοδοξίας, ανήγγειλε ως επίσημη πολιτική της ΕΚΤ, συμπληρωματικά της δράσης των «ταμείων σωτηρίας», την αγορά χρέους των πιο πιεσμένων χωρών –και η Ευρωζώνη πέρασε ένα σχετικά ήρεμο καλοκαίρι, με το ιταλικό, κυρίως, αλλά και το ισπανικό, ακόμα και το ελληνικό, σπρεντ να αποκλιμακώνεται και το γενικό κλίμα να αλλάζει. Ετοιμάζεται τώρα, αυτή τη βδομάδα ή αμέσως μετά την απόφαση του γερμανικού συνταγματικού δικαστηρίου για το Μόνιμο Μηχανισμό Διάσωσης, να συγκεκριμενοποιήσει τη στρατηγική του και να «κλειδώσει» παράλληλα την εσωτερική κυριαρχία του, ωθώντας σε παραίτηση ή περιθωριοποιώντας πλήρως το μόνο αντίθετο πόλο εντός του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, τον επικεφαλής της Μπούντεσμπανκ Γιένς Βάιζμαν.
Κι όμως, ακόμα και έχοντας αποτρέψει τα χειρότερα και μετατρέψει την ΕΚΤ στον ισχυρό, έναντι των αγορών, παίκτη του ευρωπαϊκού συστήματος, ο Μόντι κάθε άλλο παρά έχει «καθαρίσει». Μπροστά του έχει μια σειρά από δύσκολα στοιχήματα. Να σκεφθεί και να αναγγείλει, στον κόσμο ολόκληρο, κάτι πιο πλήρες και με πιο μεγάλη φαντασία από μια περαιτέρω μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ. Να συνεχίσει να μάχεται, κόντρα στη γερμανίδα Καγκελάριο, για τη μεγαλύτερη σύνδεση της ΕΚΤ με το μόνιμο μηχανισμό, ακόμα και μέσω απονομής τραπεζικής άδειας στον τελευταίο. Να φροντίσει, έστω και αν τυπικά την αρμοδιότητα την έχει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το επερχόμενο σχέδιο για την «Τραπεζική Ένωση» να αφορά και να περιλαμβάνει την εποπτεία από την ΕΚΤ, αλλά και τη σωτηρία από αυτήν, όλων των δραστηριοποιούμενων στην Ευρώπη τραπεζών, και όχι μόνον ορισμένων, όπως θα ήθελε το Βερολίνο και, ίσως, και το Παρίσι. Να μην εγκαταλείψει –αλλά ίσως εδώ του ζητάμε πατροκτονία- για μια «άλλη» ΕΚΤ, με άλλη λογική και αρμοδιότητες.
Βαρύ έργο με λίγους συμμάχους και λίγα πολιτικά εργαλεία. Πάντα όμως ο πιο καλός σωματοφύλακας ήταν ο μοναχικός σωματοφύλακας.
.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος, πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. www.botopoulos.gr