Δεν πέρασαν ούτε δύο μήνες από τον ανασχηματισμό, τη νέα κυβερνητική συμμαχία και την επίφαση μιας, ακόμα, νέας αρχής. Τα όργανα άρχισαν νωρίτερα από κάθε συνετή πρόβλεψη. Δεν χρειάστηκαν πολλά, ούτε καν τρέχοντα. Η μάχη ξεκίνησε με μια αναδρομή στον Ανδρέα Παπανδρέου και στο αποτύπωμά του στην τελευταία τριακονταετία. Ο στρατός συντάχθηκε εκατέρωθεν, μοιρασμένος σε υπέρμαχους και αρνητές. Από τη μια οι λάτρεις του ανδρός που υπερθεμάτισαν για το όραμά του για την κοινωνικά δίκαια Ελλάδα. Από την άλλη, όσοι βλέπουν στις δικές του «γενναιόδωρες» επιλογές την αρχή του εθνικού κατήφορου. Ακολούθησαν πολλά, όπως οι δηλώσεις για τον Γιάννη Αντετοκούμπο και το «άνοιγμα» Πολύδωρα στη Χρυσή Αυγή. Και πίσω από όλα αυτά, σταθερά, πρώτα η διεξαγωγή κι έπειτα ο απόηχος της περιβόητης εξεταστικής για τη λίστα Λαγκάρντ στη Βουλή, οι συχνότατες αντεγκλήσεις, οι ανεκδιήγητες φραστικές ανταλλαγές -σήμερα για το Γράμμο και το Μελιγαλά, αύριο για κάτι άλλο.
Πίσω από όλα αυτά, κοινός παρονομαστής η εμμονή να ασχολούμαστε με το μικρό, κάποτε το ασήμαντο. Να το κάνουμε κεντρικό στοιχείο του δημοσίου διαλόγου, να το αναπαράγουμε. Πάγιο, επίσης, το να εμμένουμε στην ιστορία, σαν το θέμα να είναι μόνον ποιος μας οδήγησε εδώ – αν λέγεται Παπανδρέου, Καραμανλής ή Σημίτης – ή τι ακριβώς συνέβη εξήντα χρόνια πριν. Παρακολουθούμε αποκρουστικούς διαξιφισμούς στη Βουλή κι έπειτα συμμετέχουμε με πάθος σε συζητήσεις επί συζητήσεων για τον τρόπο διεξαγωγής του κοινοβουλευτικού διαλόγου. Ακούμε πολιτικούς που –φευ- διαμορφώνουν τις συνθήκες της ζωής μας να συζητούν αγοραία, προτάσσοντας τα «ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε» και τα «μη μου μιλάς εμένα έτσι» και γινόμαστε μάρτυρες μιας ανεκδιήγητης ολίσθησης.
Τα παρακολουθώ όπως όλοι κι αναρωτιέμαι σταθερά. Τι είναι, επιτέλους, σημαντικό; Να μιλάμε με κοσμιότητα ή να βλέπουμε την αλήθεια κατάματα; Να εξαντλούμε την αυστηρότητά μας στους τύπους ή να μπαίνουμε έστω λίγο στην ουσία; Να μιλάμε για την ιστορία ή να ρίχνουμε ένα βλέμμα στο μετά;
Η χώρα μας καίγεται, κι εμείς μαζί. Πόσο θα πρέπει να μας απασχολούν οι εξάρσεις του Πολύδωρα και του γεροντότερου Κακλαμάνη; Τι θα αλλάξει στη ζωή μας αν αποφασίσουμε σε τι ποσοστό φταίει ο Παπανδρέου και σε τι ο Καραμανλής;
Είναι ώρα να πάψουμε να κρίνουμε με βάση τα λόγια και τις δηλώσεις προθέσεων. Να κάνουμε την άσκησή μας στην πραγματικότητα. Να ξεφύγουμε από το πώς θα μπορούσαν και πώς θα έπρεπε να είναι τα πράγματα, προσγειωνόμενοι στο τώρα. Να δούμε τι δουλεύει και τι δε δουλεύει, τι προχωράει και τι όχι. Στο σήμερα και στην ουσία. Να απαιτήσουμε δικαιότερο και πιο ρεαλιστικό φορολογικό σύστημα, αντί για τις γελοιότητες που σερβίρονται ως «καινοτομία». Να απαιτήσουμε ουσιαστική βοήθεια στις επιχειρήσεις, αντί για διαφημιστικά μηνύματα ανύπαρκτων τελικά τραπεζικών δανείων σε ραδιόφωνα και τηλεοράσεις. Να εξαντλήσουμε τις δυνατότητες για τους ανέργους, αντί να ανεχόμαστε πολιτικά τερτίπια που ανακυκλώνουν τις πελατειακές συμπεριφορές με προγράμματα stage. Να δούμε επιτέλους κάποιον περιορισμό της ασφυκτικής γραφειοκρατίας και της διαφθοράς, αντί για τη συνεχιζόμενη γιγάντωσή τους. Η ποιότητα του δημοσίου διαλόγου βρίσκεται κυρίως στο περιεχόμενο. Στα επιχειρήματα, στα προγράμματα, στις προτάσεις. Βρίσκεται, ωστόσο, και στον τρόπο διατύπωσής τους. Ανάμεσα στη διατύπωση και την ουσία του περιεχομένου πρέπει, τελικά, να διαλέξουμε και τα δύο. Η κυριαρχία του αποκρουστικού και αντιαισθητικού λόγου στην αντιπαράθεση όλων των πολιτικών κομμάτων απλώς επιχειρεί να κρύψει την απουσία προγραμμάτων και σχεδίων. Αυτός ο λόγος εύκολα μας μετατρέπει σε οπαδούς και αρνητές. Όμως η χώρα δεν έχει ανάγκη από οπαδούς. Έχει ανάγκη από πολίτες που θα αλλάξουν τους πολιτικούς. Για να γίνει αυτό, δεν πρέπει ούτε να διυλίζουμε τον κώνωπα των «τύπων», ούτε βεβαίως να καταπίνουμε την κάμηλο της ανικανότητας που καλύπτεται από λεκτικές εξάρσεις και μαγκιές…