Και έσσονται οι δυο ψυχές εις σάρκα μια: τη σοσιαλδημοκρατική

Γιώργος Σιακαντάρης 09 Ιουλ 2012

Πριν σχεδόν τέσσερα χρόνια ο Αλέκος Παπαδόπουλος, στο βιβλίο του «Τα βήματα του Έστερναχ» (Εστία), προειδοποιούσε για το μεγάλο τούνελ, στο οποίο έμπαινε η χώρα. Από το 2006 όμως έγραφε πώς τα ελλείμματα είχαν «ξεχειλίσει» και δεν θα έπρεπε για παράδειγμα κανένας υγιής να συνταξιοδοτείται πριν από τα 60 και πως έπρεπε επίσης να παταχθούν πολλές από τις συντεχνίες που στο όνομα των δημόσιων αγαθών, χρησιμοποιούσαν προς ίδιον όφελος το δημόσιο πλούτο. Η «ανταμοιβή» του Αλέκου Παπαδόπουλου για τις προειδοποιήσεις του ήταν να θεωρηθεί, από το μετανεωτερικό και το βαθύ ΠΑΣΟΚ, ως ο κύριος υπαίτιος για την εκλογική ήττα του κόμματος το 2007.

Έχει λεχθεί και γραφεί πάρα πολλές φορές πως το μεγάλο πλεονέκτημα του ΠΑΣΟΚ, ήταν ο συνδυασμός σ’ ένα μεγάλο κομματικό χώρο δυο ψυχών: της εκσυγχρονιστικής και της λαϊκής. Είναι σωστό εν μέρει. Γιατί και οι δυο αυτές ψυχές ποτέ δεν τάχθηκαν, ολόψυχα, υπέρ αυτού που ευαγγελίζονταν. Η λαϊκή ψυχή του ΠΑΣΟΚ δεν ήταν οι πολίτες και ο λαός, αλλά ο λαϊκισμός και η εκσυγχρονιστική του δεν ήταν η μείωση των ανισοτήτων, αλλά ο ντροπαλός μεταρρυθμισμός.

Αυτό που στο ΠΑΣΟΚ ονομάστηκε λαϊκή ψυχή δεν ήταν η έκφραση ενός βαθέως ρεπουμπλικανισμού, ο οποίος στο αίτημα των σύγχρονων δημοκρατιών για ελευθερία από εξωτερικές δεσμεύσεις, ήθελε να προσθέσει και το αίτημα της ανεξαρτησίας από τις κοινωνικές δουλείες. Η λαϊκή ψυχή του ΠΑΣΟΚ δεν φρόντισε να προσθέσει στο αίτημα της λαϊκής κυριαρχίας και την αρχή της δημοκρατικής διακυβέρνησης ως συστήματος δικαιοσύνης, συμμετοχής και στήριξης του κοινού αγαθού. Αυτή η ψυχή του ΠΑΣΟΚ είχε να κάνει με ένα λαό χωρίς πολίτες. Γι’ αυτό και η σύγκρουση που επικαλείτο δεν ήταν αυτή μεταξύ των διαφορετικών τάξεων και στρωμάτων με επίδικο αντικείμενο τη μείωση των ανισοτήτων, αλλά αυτή μεταξύ των προνομιούχων και των μη προνομιούχων ή ακόμη πλατύτερα μεταξύ του αντιδεξιού μπλοκ και της Δεξιάς με επίδικο αντικείμενο τη νομή του κράτους και των δημόσιων αξιωμάτων.

Μια τέτοια πλαδαρή και κινούμενη πόλωση επέτρεπε στο ΠΑΣΟΚ να κινείται από τον αντιμπεριαλιστικό βερμπαλισμό και την πολιτική των αστερίσκων στη συμφωνία ανανέωσης του καθεστώτος των αμερικανικών βάσεων και από την πολιτική εξόδου από την ΕΟΚ στα Μεσογειακά προγράμματα. Και όποτε οι καιροί το απαιτούσαν καλούσε τον Σημίτη το 85 και τον Παπαδόπουλο το 93 να θέσουν τις βάσεις μιας πιο αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής.

Η ελλιπής «λαϊκή ψυχή» συμπληρώνονταν από μια επίσης ελλιπή «εκσυγχρονιστική ψυχή», η οποία δεν έθεσε ποτέ καθαρά το ζήτημα της μείωσης των ανισοτήτων ή με άλλα λόγια το ζήτημα της σοσιαλδημοκρατικοποίησης του κόμματος. Ο εκσυγχρονισμός προσομοίασε περισσότερο με μια μίμηση δυτικών προτύπων, αλλά δεν κινήθηκε αποφασιστικά, επειδή δεν συγκρούσθηκε άμεσα με τον λαϊκισμό, προς την κατεύθυνση δημιουργίας ενός κράτους υπηρεσιών στους τομείς της υγείας, της παιδείας και της ατομικής ασφάλειας. Ο ελληνικός εκσυγχρονισμός, αντιθέτως με μια μεμψιμοιρία που κυριαρχεί στο χώρο του, κατόρθωνε στο πολιτικό, όχι όμως και στο κοινωνικό ή στο πολιτισμικό, να παρακολουθεί από τον 18ο αιώνα τα μεγάλα ραντεβού της ευρωπαϊκής ιστορίας. Τα παρακολουθούσε, αλλά ποτέ δεν τα ενσωμάτωνε στον ελληνικό κοινωνικό ιστό. Ο ιστορικός ελληνικός εκσυγχρονισμός αφομοίωνε τις επιφανειακές και καταναλωτικές όψεις των δυτικών εκσυγχρονιστικών τάσεων, αλλά δεν ενσωμάτωσε τους αναγκαίους μετασχηματισμούς στο διοικητικό και παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Για παράδειγμα τα χρόνια της διακυβέρνησης της χώρας από τον Σημίτη, ο εκσυγχρονισμός έγινε κεντρικό πολιτικό αίτημα. Η Ελλάδα μέσα από την άσκηση μιας πολιτικής δημοσιονομικής πειθαρχίας, την αναβάθμιση της θέσης της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την καλυτέρευση των σχέσεων της με την Τουρκία και τους Βαλκάνιους γείτονες της κατόρθωσε να ενταχθεί στο ευρώ και να βοηθήσει την Κύπρο να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Δεν κατόρθωσε όμως να δημιουργήσει τη βάση για τη δημιουργία ενός νέου πολιτικού κύκλου, ο οποίος θα επέβαλλε εκείνες τις μεταρρυθμίσεις που θα αναδιέτασσαν το δημόσιο-διοικητικό και παραγωγικό ιστό της χώρας, θα εξουδετέρωναν τις ιδιοτελείς συμπεριφορές μεγάλων τμημάτων του κοινωνικού ιστού και ταυτόχρονα θα έθεταν τη μείωση των ανισοτήτων στο επίκεντρο της πολιτικής πρακτικής.

Είναι ακριβώς αυτό το αίτημα της μείωσης των ανισοτήτων το κεντρικό ζητούμενο της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, το οποίο της επέτρεψε να δημιουργήσει ένα σταθερό συνασπισμό εξουσίας. Ένα συνασπισμό, ο οποίος κατόρθωσε να συνενώσει σε σάρκα μια τις δυο προαναφερθείσες ψυχές. Στην ελληνική πολιτική ζωή η λαϊκή ψυχή ποτέ δεν χειραφετήθηκε από τον λαϊκισμό της και η εκσυγχρονιστική από τον μονομερή της μεταρρυθμισμό, ο οποίος δεν της επέτρεψε να θέσει ως κεντρικό πρόταγμα τη μείωση των ανισοτήτων και την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου.

Σήμερα, παρά την πολύ δυσμενή συγκυρία, η συνάντηση αυτών των δύο ψυχών σε ένα σοσιαλδημοκρατικό σώμα είναι περισσότερο επιτακτική από ποτέ. Το ΠΑΣΟΚ, η ΔΗΜΑΡ και οι κατακερματισμένες πολιτικές κινήσεις δεν πρέπει να υποτιμήσουν αυτή την ανάγκη. Επειδή όμως οι προτάσεις περί αυτοδιάλυσης και ένωσης από τη βάση όμορφα λέγονται, αλλά δύσκολα πραγματοποιούνται, νομίζω πως αυτοί οι χώροι θα μπορούσαν από τώρα να ξεκινήσουν την προετοιμασία για την οργάνωση ενός κοινού ιδεολογικού συνεδρίου, στο οποίο θα εξετάζονταν το θέμα της αναγκαιότητας ύπαρξης μιας σύγχρονης ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας, η οποία θα ένωνε τη λαϊκότητα με τον εκσυγχρονισμό και την ανανέωση προσώπων και ιδεών.