Αν είναι ο Άδωνις Γεωργιάδης ο πιο παθιασμένος τηλε-εκφραστής του ελληνικού ευρωπαϊσμού, τότε υπάρχουν λόγοι να αναρωτηθεί κανείς με ποιους είναι και τι ζητάει. Αν το δίλημμα βρίσκεται μεταξύ του σκληρού, άδικου, αναποτελεσματικού «πακέτου» και του ουτοπικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, τότε δεν υπάρχει πραγματική ελευθερία επιλογής, μόνο η ψευδαίσθησή της. Αν πράγματι ισχύει η διάζευξη «μνημόνιο ή χάος» και το συγκεκριμένο μνημόνιο φέρνει επίσης χάος, τότε ποια είναι η λύση;
Αν ο παλμός της κοινωνίας εκφράζεται με τον ξύλινο λόγο των συνδικαλιστών που δίνουν μάχη συντήρησης, τότε πώς μπορεί κανείς να διακρίνει το αληθινό συλλογικό ζητούμενο; Αν ο παλιός κόσμος πεθαίνει και ο νέος εκπροσωπείται από τους δελφίνους του ΠΑΣΟΚ που άλλαξαν ρούχα, από ακροδεξιούς τραμπούκους και από στελέχη της Αριστεράς που αρνούνται ότι χρεοκοπήσαμε, τότε τι ανατέλλει μετά τη δύση;
Αν λύση είναι η πραγματοποίηση τρίτων εκλογών μέσα σε λίγους μήνες, τότε ο ανορθολογισμός δεν είναι μόνο το πολιτικό μας παρόν, αλλά και το πολιτικό μας μέλλον. Αν η πλειοψηφία πιστεύει ότι υπάρχει τρόπος επιστροφής στην οικονομική πραγματικότητα του 2008, τότε δεν υπάρχουν και πολλά περιθώρια αλλαγής δομών με κοινωνική ειρήνη, υπάρχει μόνο μαζική τύφλωση.
Από τη στιγμή που κατέρρευσε με δραματικό τρόπο η προπαγάνδα τού «λεφτά υπάρχουν» και μπήκαμε επίσημα στη δίνη της κρίσης, κάθε πακέτο που ψηφιζόταν ήταν το τελευταίο. Ήταν επίσης προϊόν εκβιασμού των δανειστών και υπαγορευμένο από την τρόικα. Η κοινή γνώμη εκπαιδεύτηκε να πιστεύει ότι ο εχθρός είναι εκτός των τειχών και να καταριέται ξένες δυνάμεις που, σύμφωνα με την κυρίαρχη θεωρία συνομωσίας, θέλουν να υποδουλώσουν τον ελληνικό λαό για να υφαρπάξουν έδαφος και υπέδαφος.
Είναι τεράστιες οι ευθύνες των ευρωπαϊκών θεσμών και του ΔΝΤ για την ελληνική κατάντια. Συμπεριφέρθηκαν τιμωρητικά και ιδεοληπτικά, γκρεμίζοντας χωρίς να χτίζουν. Και έχει δίκιο το άρθρο του Observer που υποστηρίζει ότι «Οι Ευρωκράτες έχουν τη δική τους Βαϊμάρη του Αιγαίου, βοήθησαν να φτιαχτεί». Αλλά δεν θα φτάναμε ως εδώ, όσο σαδιστική κι αν ήταν η στάση των δανειστών, εάν υπήρχε δημιουργική αντίδραση από την ελληνική πλευρά και όχι απλώς ιαχές και ξόρκια.
Οι εκρηκτικές οικονομικές ανισότητες, η αίσθηση της απόλυτης αδικίας, η παράλυση των θεσμών, η ασυλία των πλούσιων και ισχυρών, η ανάδειξη του πραγματικού μεγέθους των επαγγελματιών της εξουσίας, η άγνοια, δημιούργησαν τις ιδανικές συνθήκες για εθνική αποσύνθεση και διάλυση.
Κανένα σχέδιο δεν εκπονήθηκε ποτέ για την παραγωγική ανασυγκρότηση, καμία διαρθρωτική αλλαγή δεν έγινε με ελληνική πρωτοβουλία, το αδίστακτο και τεράστιο κράτος ήταν και παραμένει τοτέμ και ταμπού, εθνικό μέτωπο δεν διαμορφώθηκε ούτε καν για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, η οποία εξακολουθεί να είναι ηθικά νομιμοποιημένη για σημαντικό κομμάτι του οικονομικά ενεργού πληθυσμού.
Το μόνο που συνέβαινε και συμβαίνει είναι η άμυνα απέναντι σε μέτρα λιτότητας και αλλαγές που ζητούν οι πιστωτές μετρώντας αναίσθητα το έλλειμμα και το χρέος. Καμία αντιπρόταση, καμία ρεαλιστική εναλλακτική, κανένα βήμα μπροστά, καμία πρωτοβουλία ξεθεμελιώματος των ελληνικών ιδιαιτεροτήτων που κρατούν την οικονομία καθηλωμένη και την κοινωνία εγκλωβισμένη σε μύθους και δόγματα.
Αν η υπερψήφιση του συγκεκριμένου, απαράδεκτου, πακέτου είναι μονόδρομος για την εκταμίευση της δόσης, υπάρχει αδιέξοδο και εκβιασμός. Αν η παραδοχή του αδιεξόδου και η υποταγή στον εκβιασμό είναι ο τρόπος για να μην διακινδυνευθεί η ελληνική παρουσία στην ευρωζώνη τώρα ή λίγο αργότερα, τότε κάθε άλλη σκέψη είναι επικίνδυνη. Αν η Δημοκρατική Αριστερά πιστεύει ότι η υπερψήφιση των εργασιακών συνεπάγεται ηθικό στίγμα μεγαλύτερο από εκείνο που φέρνει η κατάργηση των δώρων για τους συνταξιούχους των 400 ευρώ, τότε σ’ αυτό το κόμμα υπάρχουν ανοιχτά ζητήματα αρχών και αξιών. Αν ο Φώτης Κουβέλης αποφασίζει να πλύνει τα χέρια του αφήνοντας την τύχη μας στους βουλευτές της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ (που ξέρει ποιοι είναι), τότε δεν παίζει απλώς με τη φωτιά, αλλά την ανάβει. Και αν ρίχνοντας το κέρμα για να βγει κορώνα ή γράμματα ονειρεύεται την επόμενη κυβερνητική συνεργασία του ή απλώς την προσωπική του ασφάλεια, τότε μοιάζει πολύ με εκείνους που εργάστηκαν για να φτάσουμε στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα, με το μισό σώμα πάνω από το γκρεμό.
Αν περιμένουμε τη νύχτα της Τετάρτης για να μάθουμε αν εγκρίνονται οι όροι του επόμενου δανεισμού και συνεπώς συνεχίζεται η χρηματοδότηση, τότε έχουμε, δικαιολογημένα, ήδη εξουθενωθεί. Και αν, εξουθενωμένοι, ελπίζουμε ότι δεν υπάρχει κάτι χειρότερο από αυτό που ζούμε τώρα, ίσως διαψευστούμε βίαια και τότε θα είναι πολύ λίγο και πολύ αργά να μετράμε ευθύνες και λάθη.
Η Αγγελική Σπανού είναι δημοσιογράφος