Το πολιτικό τοπίο στη χώρα μας μπορεί να χαρακτηρισθεί πλέον ως άκρως τοξικό. Η πολιτική αντιπαράθεση έχει διολισθήσει σε τέτοιο βαθμό, που δεν μπορώ να συγκρίνω με άλλη εποχή.
Η πολιτική αντιπαράθεση περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά στον διαγραφέντα από την ΝΔ βουλευτή Πάτση, στον εξαναγκασθέντα σε παραίτηση από την βουλευτική έδρα Χειμάρα, στις επισυνδέσεις πολιτών από την ΕΥΠ, στα χρήματα, που έδωσαν οι αδελφοί Χούρι για τον τηλεοπτικό σταθμό του ΣΥΡΙΖΑ, στα εκατομμύρια, που πήγαν στην συνέχεια στον Βαξεβάνη για την ίδρυση της εφημερίδας Documento, στην απαίτηση του Ν. Παππά να χρηματοδοτήσει ο Βαγγέλης Μαρινάκης τον Χ. Καλογρίτσα για τον τηλεοπτικό σταθμό του ΣΥΡΙΖΑ. Και συνεχίζεται με το κατά πόσον η ΑΔΑΕ έχει το δικαίωμα να ελέγχει ποιοι και πόσοι ιδιώτες παρακολουθήθηκαν μέσω των κινητών τηλεφώνων τους, στο εάν η γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι συνταγματική, με τις βαλίτσες που έστελνε ο Καλογρίτσας στα ταμεία του ΣΥΡΙΖΑ, όπως κατέθεσε στο δικαστήριο η γραμματέας του, και για το εάν υπάρχει ή όχι «ακρίβεια Μητσοτάκη». Κάποιοι μάλιστα ασχολούνται αποκλειστικά με δηλώσεις, που οδηγούν σε πολώσεις, όπως εκείνες, που ακούγονται κατά κόρον τον τελευταίο χρόνο «ούτε Μητσοτάκης ούτε Τσίπρας πρωθυπουργός», «θα στείλουμε την ΝΔ στην αντιπολίτευση και θα σχηματίσουμε προοδευτική κυβέρνηση με πρωταγωνιστή το ΠΑΣΟΚ» ή «θα πάρουμε την 3η εντολή και θα καλέσουμε τα κόμματα να συμφωνήσουν στο σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμά μας». Δηλώσεις, οι οποίες πρωτίστως δεν εμπεριέχουν πολιτική ουσία, αλλά βρίσκονται στο όριο της άγονης, απολιτικής και παραπλανητικής φρασεολογίας. Αυτό μάλιστα μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν έχουν επεξεργασμένα προγράμματα, τα οποία θα αντιπαραθέσουν στις πρωτοβουλίες και προτάσεις της κυβέρνησης.
Τα φλέγοντα θέματα της χώρας αποτελούν ήσσονος σημασίας αντικείμενα μελέτης των κομμάτων της αντιπολίτευσης και ουδεμία εκ μέρους τους τεκμηριωμένη αντιπρόταση υποβάλλεται σε αντιπαράθεση προς τις προτάσεις και τα νομοσχέδια της κυβέρνησης. Το μείζον, όπως φαίνεται, για αυτούς είναι να δημιουργήσουν μία τόσο τοξική ατμόσφαιρα, ώστε να απογοητευθούν οι πολίτες και να γυρίσουν την πλάτη σε όλους.
Όμως, τα κόμματα δημιουργήθηκαν από αρχαιοτάτων χρόνων (ας διαβάσουν οι αρχηγοί των αντιπολιτευομένων κομμάτων την «Αθηναίων Πολιτεία» του Αριστοτέλη και την «Ιστορία» του Θουκυδίδη), προκειμένου να εντοπίσουν τα προβλήματα, να διαβλέψουν τις επερχόμενες προκλήσεις, να εκτιμήσουν τις δυνατότητες της χώρας και να επεξεργαστούν και προτείνουν λύσεις. Για αυτό εκλέγονται και για αυτό αμείβονται, και μάλιστα αδρά.
Τα φλέγοντα και κρίσιμα για την συνέχιση ύπαρξης της χώρας μας θέματα, όπως τα αντιλαμβάνονται μερικοί εξ ημών, είναι (α) η υπογεννητικότητα και η μείωση του πληθυσμού, (β) η ελλιπής παιδεία, που παρέχεται στους νέους (αρκεί να δούμε τα απογοητευτικά αποτελέσματα του διαγωνισμού PISA, την γλωσσική ένδεια των μαθητών του Γυμνασίου και του Λυκείου και την έλλειψη στοιχειωδών γνώσεων και διαλεκτικής σκέψης στους φοιτητές που έρχονται στα πανεπιστήμια) και (γ) η συνεχιζόμενη και εντεινόμενη απειλή της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας εκ μέρους της Τουρκίας.
Η κυβέρνηση πήρε κάποια μέτρα και για τα τρία μείζονος σημασίας προβλήματα, τα οποία έχουν κατ’ επανάληψη αναφερθεί. Μερικά από αυτά τα μέτρα είναι εκείνα για την επιτυχημένη προσέλκυση παραγωγικών επενδύσεων, την μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, την ενίσχυση του εισοδήματος, την δραστική μείωση της ανεργίας, την χρηματοδότηση κάθε οικογένειας για την γέννηση ενός παιδιού, την ίδρυση νέων βρεφονηπιακών σταθμών, το ολοήμερο σχολείο, την ψηφιοποίηση του Κράτους, την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, την ενίσχυση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, την αξιοκρατική είσοδο φοιτητών στα πανεπιστήμια, την αμυντική θωράκιση της χώρας και τόσα άλλα.
Όμως, η επιτυχής εφαρμογή τους χρειάζεται την επιστράτευση όλων των δυνάμεων της χώρας, δηλαδή και της αντιπολίτευσης. Εάν πάρουμε κατά γράμμα το Σύνταγμα, κάθε νόμος, που ψηφίζεται από την Βουλή των Ελλήνων, είναι υποχρεωτικά εφαρμόσιμος από όλους τους πολίτες, έως τη στιγμή που θα αλλάξει με απόφαση της Βουλής. Νομίζω ότι είναι ελληνικό το φαινόμενο να ακούς συχνά από κόμματα της αντιπολίτευσης «αυτός ο νόμος δεν θα εφαρμοστεί και εμείς θα αγωνιστούμε για αυτό», ενώ θα περίμενε κάποιος να πουν «θα τον εφαρμόσουμε, αλλά θα αγωνιστούμε για την αλλαγή του προς την τάδε ή την δείνα κατεύθυνση».
Μία κοινωνία διαιρεμένη σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα, η οποία δεν ομονοεί σε θέματα εθνικής σημασίας, όπως αυτά, που αναφέρθηκαν ανωτέρω, δεν μπορεί να βαδίσει στο δρόμο της προόδου. Αντιθέτως, είναι καταδικασμένη σε συρρίκνωση και σε απαξίωση.