«Και εις την λαοκρατίαν πιστεύομεν» βροντοφώναξε εκτός κειμένου ο Γεώργιος Παπανδρέου στους παραληρούντες ΕΑΜίτες σαράντα μέρες πριν από τα Δεκεμβριανά. Δεν κρίνουμε τώρα αν έκανε καλά, είναι μια άλλη συζήτηση. Η μέχρι τότε πορεία του Παπανδρέου αλλά και το περιεχόμενο του λόγου ουδεμία σχέση είχαν με την λαοκρατίαν. Ηταν ένας λαοπλάνος μεν, πιστός δε οπαδός του αστικού καθεστώτος και του κοινοβουλευτισμού. Αλλά επειδή οι άνθρωποι θέλουν να πιστεύουν ό,τι τους αρέσει, από την ομιλία συγκράτησαν αυτήν τη φράση. Και ακολούθησαν όσα ακολούθησαν.
Ο Τσίπρας δεν μπορεί να βροντοφωνάξει «και εις τον εκσυγχρονισμόν πιστεύομεν». Θέλει όμως να το ψιθυρίσει δι’ αντιπροσώπων. Γι’ αυτό προσπαθεί άλλοτε με επιτυχία (Μουζέλης), άλλοτε χωρίς (Χριστοδουλάκης), να βάλει σε επιτροπές -εκτός πάντα του σκληρού κυβερνητικού πυρήνα- ανθρώπους της σημιτικής περιόδου. Το επιδιώκει για δύο λόγους: πρώτος και ήσσονος σημασίας γιατί αντιλαμβάνεται ότι διευρύνσεις τύπου Κουβέλη και Ξενογιαννακοπούλου είναι άνευ πολιτικού βάρους. Και δεύτερος και ουσιαστικός γιατί υποχρεώνεται από την πραγματικότητα και την υπογραφή του να εφαρμόσει μια πολιτική που δεν την πιστεύει. Για την εφαρμογή της οποίας όμως έχει την ανάγκη ανθρώπων που η πολιτική τους καταγωγή και το έργο τους είναι ταυτισμένα με την περίοδο του εκσυγχρονισμού. Περίοδο την οποία συνεχίζει να καταγγέλλει ως γενεσιουργό της κρίσης με πάθος που αγγίζει τα όρια του μίσους. Αυτή η αντίφαση αναδείχθηκε με τον πιο ανάγλυφο τρόπο στη μαραθώνια εξέταση του Γιάννη Στουρνάρα στην Επιτροπή της Βουλής. Χωρίς αυτόν στη νευραλγική θέση που κατέχει δεν μπορούν, με αυτόν δεν αντέχουν. Και πασχίζουν ματαίως να τον μειώσουν και να τον πλήξουν διώκοντας τη σύζυγό του, προσπαθώντας παράλληλα να κρύψουν την ανησυχία τους από μια πιθανή μεταπήδησή του στην πολιτική που τόσο την έχει ανάγκη ο ενδιάμεσος χώρος.
Η αντίφαση οξύνεται από τη διπλή παρουσία στην κυβέρνηση του Καμμένου και καραμανλικών σε νευραλγικές μάλιστα θέσεις, για τους οποίους ο εκσυγχρονιστής είναι κάτι σαν τον Εωσφόρο. Το επιχείρημα ορισμένων ότι με τη συμμετοχή τους μετατοπίζουν τους άξονες της πολιτικής Τσίπρα δεν αντέχει μπροστά στο βάρος της αντίφασης που προανέφερα και των συσχετισμών στον χώρο που κινείται ο ΣΥΡΙΖΑ. Αλλαγή πολιτικής αυτής της έκτασης δεν γίνεται δι’ αντιπροσώπων ούτε λάθρα με κλείσιμο ματιού. Απαιτεί άλλο αφήγημα και στοιχειώδη αυτοκριτική, πόσω μάλλον που έχει διαρραγεί κάθε δεσμός εμπιστοσύνης. Γιατί όπως μας θύμισε ο Ολάντ, δεν έψαχναν μόνοι τους ο Βαρουφάκης και ο Λαφαζάνης για χαρτί στον Πούτιν. Αν, λοιπόν, δεν πιστεύει στον εκσυγχρονισμό και δεν κάνει ουσιαστικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, γιατί χρειάζεται τους εκσυγχρονιστές; Μα, για να διατηρηθεί πάση θυσία στην εξουσία. Ας προσέξουν, λοιπόν, μερικοί φίλοι μήπως με τις καλύτερες των προθέσεων βρεθούν να συμπλέουν με τον Παππά ή τον Παπαγγελόπουλο.