Την εκτίμηση ότι δεν υπάρχει πια ισορροπία μεταξύ της εξουσίας των αγορών και της εξουσίας των κρατικών θεσμών εκφράζει ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης.
Το άρθρο του Κ. Σημίτη στην «Εφημερίδα των Συντακτών»
Οι συζητήσεις που πραγματοποιούνται μεταξύ της νέας κυβέρνησης και των εταίρων μας έχουν δημιουργήσει στην Ελλάδα την εντύπωση ότι εμείς είμαστε η πρώτη χώρα που εκφράζει αμφιβολίες για το ευρωπαϊκό εγχείρημα και προβάλλει έναν νέο τρόπο αντιμετώπισης των κοινών προβλημάτων.
Συζητήσεις και διαμάχες για την αναδιοργάνωση των ευρωπαϊκών θεσμών έχουν όμως υπάρξει εδώ και χρόνια. Τις προκάλεσαν η οικονομική κρίση, οι υπάρχουσες ανισότητες μεταξύ των κρατών, αλλά και οι διαφορετικές προσεγγίσεις ως προς τον τρόπο λειτουργίας της Ενωσης.
Η αιτία της κρίσης βρίσκεται στο ότι η ευρωζώνη είναι μια πλήρης νομισματική ένωση, αλλά μια ατελής οικονομική και δημοσιονομική ένωση χωρών-μελών με διαφορετικά διαρθρωτικά χαρακτηριστικά, των ώριμων οικονομιών του ευρωπαϊκού Βορρά και των λιγότερο ώριμων οικονομιών του ευρωπαϊκού Νότου. Η τρέχουσα κρίση είναι κατά ένα μικρό μόνο ποσοστό κρίση δημόσιου χρέους, και αυτό αφορά κυρίως την Ελλάδα και την Πορτογαλία.
Η ξέφρενη οικοδομική δραστηριότητα και η τεχνητή άνοδος των τιμών στην Ισπανία, η άρνηση της Γερμανίας να αυξήσει την εσωτερική της ζήτηση ώστε να διευκολύνει τις εισαγωγές από τις χώρες του Νότου, η πτώση της ανταγωνιστικότητας των χωρών της περιφέρειας έδειξαν ότι αιτίες ήταν μεταξύ άλλων τα προβλήματα του τραπεζικού συστήματος αρκετών χωρών-μελών, καθώς και η έλλειψη εποπτείας των οικονομιών από τις δημοσιονομικές και νομισματικές αρχές της ευρωζώνης.
Κοινή διαπίστωση είναι ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν έχει ακόμη διαμορφώσει μια συνολική πολιτική οικονομικής διακυβέρνησης, έναν νέο τρόπο αντιμετώπισης των ανισοτήτων μεταξύ του αναπτυγμένου κεντρικού πυρήνα και της λιγότερο αναπτυγμένης περιφέρειάς της.
Δεν υπάρχουν διαδικασίες για τη συστηματική προώθηση οικονομικής ανάπτυξης, που θα κατανέμουν κατά το δυνατόν ισόρροπα τις ωφέλειές της σε όλα τα μέλη. Οπως ανέφερε ο Γάλλος οικονομολόγος Thomas Piketty, μια οικονομία, μια αγορά, ένα νόμισμα και μια συνεχώς στενότερη συνεργασία δεν είναι δυνατά όταν ταυτόχρονα υπάρχουν 18 κυβερνήσεις που παίρνουν σχετικές αποφάσεις, 18 διαφορετικά επιτόκια, 18 φορολογικά καθεστώτα και 18 διαφορετικά δημόσια χρέη. Το όλο σύστημα δεν είναι σε θέση να πραγματοποιήσει μια κοινή οικονομική πολιτική.
Η οικονομική κρίση και ύφεση στη νότια Ευρώπη δεν αντιμετωπίστηκαν με πειστικό τρόπο. Εάν η λιτότητα στον Νότο είχε συνδεθεί με δημοσιονομική επέκταση στον Βορρά, η συνολική δημοσιονομική επίδοση της ευρωζώνης θα ήταν με μακροοικονομικούς όρους ουδέτερη. Αυτό δεν συνέβη. Από τη στιγμή που ο Βορράς εφάρμοσε πολιτική λιτότητας, η ευρωζώνη οδηγήθηκε σε ύφεση. Σημαντικά μέτρα που να αφορούν τις χώρες του Νότου δεν έχουν ληφθεί ακόμη.
Η αντιμετώπιση των αιτίων της κρίσης παραμένει αναγκαία. Η αντιμετώπιση πρέπει να πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο της ευρωζώνης. Η ευρωζώνη είναι ένα επίτευγμα το οποίο για οικονομικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς λόγους σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να ανατραπεί. Μια επιστροφή σε διαφορετικά νομίσματα των χωρών-μελών της ούτε χρήσιμη ούτε δυνατή είναι.
Το ενιαίο νόμισμα είναι αναγκαίο λόγω της παγκοσμιοποίησης. Η παγκοσμιοποίηση έχει αυξήσει κατά πολύ την ικανότητα των αγορών να κατευθύνουν και να αποφασίζουν την πολιτική. Η ισορροπία μεταξύ της εξουσίας των αγορών και της εξουσίας των κρατικών θεσμών δεν υπάρχει πια. Οι αγορές έχουν κερδίσει έδαφος. Το υφιστάμενο παγκόσμιο σύστημα χρειάζεται γι’ αυτό μηχανισμούς που να ελέγχουν τις διεθνείς αγορές, κανόνες για να καταπολεμάται η διεθνής κερδοσκοπία και κέντρα πολιτικής εξουσίας που να είναι σε θέση να επιβάλλουν συμπεριφορές στις αγορές ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πολιτών. Το ενιαίο νόμισμα και η οικονομική ένωση είναι μέσα γι’ αυτόν τον σκοπό.
Στο σύμπλεγμα που συνιστά σήμερα η Ενωση δεν αποτελεί πρόβλημα η επανάκτηση από κάθε χώρα της χαμένης αυτονομίας της, αλλά η διαμόρφωση μιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής που να ταιριάζει στις σύγχρονες συνθήκες υπέρβασης των συνόρων και να ανταποκρίνεται ταυτόχρονα στις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες των πληθυσμών της Ενωσης. Ζητούμενο είναι η πολιτική της ευρωπαϊκής πολιτείας στην υπερεθνική ευρωπαϊκή εποχή που θα εξασφαλίζει τόσο τις ιδιαιτερότητες του κάθε κράτους-μέλους όσο και την πραγματοποίηση των κοινών σκοπών. Από τις πολλές προτάσεις που έχουν γίνει θα αναφέρω δύο:
Τον Οκτώβρη του 2013, μια ομάδα Γερμανών οικονομολόγων και νομικών, γνωστή ως Glienicke Gruppe (Ομάδα Glienicke), δημοσίευσε κείμενο με τίτλο «Προς μια Ενωση του Ευρώ». Σ’ αυτό υπέδειξε μια σειρά από αναγκαίες αλλαγές στους θεσμούς της ευρωζώνης. Αναφέρω τις πιο σημαντικές:
>Η νομισματική Ενωση δεν θα γνωρίσει σταθερότητα εάν δεν θεσμοθετηθεί ένας μηχανισμός μεταφοράς πόρων μεταξύ των κρατών. Ο μηχανισμός αυτός σταθεροποίησης είναι αναγκαίος για να αντιμετωπίζονται οι δημοσιονομικές επιπτώσεις μιας δραματικής ύφεσης. Καταστάσεις οι οποίες θα οδηγούν ένα κράτος της ευρωζώνης να επιβάλει δρακόντεια μέτρα στον πληθυσμό του θα πρέπει να αποτελούν την εξαίρεση.
>Η ευρωζώνη χρειάζεται μια αποτελεσματική οικονομική κυβέρνηση. Η κυβέρνηση αυτή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να επεμβαίνει ανάλογα με τις περιστάσεις στη δημοσιονομική αυτονομία των κρατών. Εάν ένα κράτος δεν τηρεί τους συμφωνημένους κανόνες σταθερότητας, η κυβέρνηση θα πρέπει να καθορίζει το ύψος του περιορισμού των δαπανών. Κάθε κράτος θα ορίζει σ’ αυτήν την περίπτωση ποιες δαπάνες θα περιοριστούν.
>Η οικονομική κυβέρνηση θα διαθέτει προϋπολογισμό για την παροχή δημόσιων αγαθών, όπως δημόσια έργα ή χρηματοδοτήσεις ερευνών ή τη στήριξη των κρατών-μελών όταν προβαίνουν σε μεταρρυθμίσεις.
>Η οικονομική κυβέρνηση θα πρέπει να εκλέγεται από ένα Ευρωκοινοβούλιο. Θα το αποτελούν είτε μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου των κρατών-μελών είτε βουλευτές των εθνικών κοινοβουλίων. Με τον τρόπο αυτό ο έλεγχος των δημόσιων δαπανών του κάθε κράτους-μέλους συνεχίζει να πραγματοποιείται από τα εθνικά κοινοβούλια.
Μια ομάδα Γάλλων οικονομολόγων με επικεφαλής τον Thomas Piketty, δημοσίευσαν τον Μάιο του 2014 ένα «Μανιφέστο για την Ευρώπη», το οποίο ασπάζεται πολλές από τις προτάσεις της ομάδας Glienicke.
Κατά το «Μανιφέστο», η οικονομική κυβέρνηση της ευρωζώνης θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να θεσπίσει έναν κοινό ευρωπαϊκό φόρο για να καλύψει τις ανάγκες του προϋπολογισμού της και να πραγματοποιεί τα έργα για τα οποία αποφασίζει η ίδια. Προτείνεται ο φόρος αυτός να είναι τμήμα του φόρου επί των επιχειρηματικών κερδών που θα επιβάλλεται σε όλη την ευρωζώνη. Εάν ο φόρος είναι 20% επί των κερδών ή και υψηλότερος, το 10% θα καταβάλλεται απευθείας στην ευρωπαϊκή κυβέρνηση.
Το «Μανιφέστο» υπογραμμίζει ότι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπιστεί η κρίση χρέους είναι να καταστούν κοινά όλα τα χρέη τα οποία υπερβαίνουν το 60% του ΑΕΠ κάθε χώρας, εφόσον καλύπτονται ορισμένες πολιτικές προϋποθέσεις από τη χώρα. Αυτές θα ορίζονται κατά περίπτωση. Το πότε και με ποιους ρυθμούς θα εξοφληθεί αυτό το κοινό χρέος θα αποφασίζεται από το Κοινοβούλιο του ευρώ.
Η από κοινού ανάληψη των χρεών των κρατών-μελών είναι ένα από τα πιο κρίσιμα θέματα μιας κοινής οικονομικής πολιτικής. Ορισμένα κράτη αντιτίθενται έντονα σε οποιαδήποτε τέτοια ρύθμιση, υποστηρίζοντας ότι θα αποτελεί προτροπή προς ορισμένα κράτη να μην εκτελούν τις υποχρεώσεις τους και να επιβαρύνουν τα κράτη που θα ακολουθούν την κοινή πολιτική. Η ένσταση αυτή παραβλέπει τις υπάρχουσες ανισότητες και το γεγονός ότι, αν δεν υπάρξει πολιτική βαθμιαίας υπέρβασής τους, η πολιτική και οικονομική ενοποίηση δεν θα είναι πραγματοποιήσιμη.
Κρίσιμο είναι και το δημοκρατικό έλλειμμα στην ευρωζώνη. Ο Γιούργκεν Χάμπερμας, ο Μάρτιν Γουλφ, ο Γιόσκα Φίσερ και πολλοί άλλοι έχουν τονίσει, σωστά, ότι η εξουσία έχει συγκεντρωθεί στα χέρια των κυβερνήσεων των χωρών που χορηγούν τα δάνεια, ιδίως της Γερμανίας, και τριών γραφειοκρατικών μηχανισμών, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Τονίζουν ότι οι λαοί, ιδίως των χωρών που υπέστησαν μια αυστηρή πολιτική λιτότητας, δεν μπορούν να ασκήσουν επιρροή στις χώρες αυτές και τους μηχανισμούς αυτούς. Οι πολιτικοί τους, είναι επίσης χωρίς ισχύ. «Το διαζύγιο μεταξύ υποχρέωσης λογοδοσίας και εξουσίας προσβάλλει κάθε έννοια δημοκρατικής διακυβέρνησης».
Η κρίση της ευρωζώνης δεν είναι λοιπόν μόνον κρίση οικονομική, είναι και κρίση δημοκρατικής νομιμοποίησης και λογοδοσίας. Η δημοκρατία αποτελεί αναγκαιότητα, εάν θέλουμε η Ευρωπαϊκή Ενωση να γίνει δεκτή από τους πολίτες της και να εκφράζει τα συμφέροντά τους. Διαφορετικά, η κρίση εμπιστοσύνης που υπάρχει σε πολλές χώρες της Ευρώπης θα εξαπλωθεί και θα ματαιώσει το ευρωπαϊκό σχέδιο.
Για να ξεπεραστούν δυσλειτουργίες στην οικονομική διακυβέρνηση της ευρωζώνης, θα πρέπει να συμβάλουν όλα τα μέλη της Ενωσης στον κοινό στόχο. Η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν είναι μια λέσχη όπου μόνον οι εκλεκτοί έχουν λόγο. Δεν είναι όμως ούτε ένας μηχανισμός μεταφοράς πόρων σε κοινωνίες που αρνούνται να προσαρμοστούν.
Χωρίς προσπάθεια στο επίπεδο της κάθε χώρας για να ξεπεραστεί η υστέρησή της, η Ενωση θα οδηγηθεί είτε σε διάσπαση είτε σε μια συνένωση κρατών απαλλαγμένων από ευθύνες που θα διοικείται από μια Αρχή με υπερεξουσίες. Θα πάψει να είναι ένα εγχείρημα ελευθερίας, ανάπτυξης και προσαρμογής στις νέες συνθήκες. Η διαπραγμάτευση που διεξάγεται συνεπάγεται για την Ελλάδα όχι μόνο δικαιώματα αλλά και δεσμεύσεις για την επιδίωξη του κοινού συμφέροντος. Μόνο έτσι θα επιτευχθεί η αμοιβαία αλληλεγγύη.