Κ. Σημίτης: ή ψηφίζομαι και ως Πρόεδρος ή παραιτούμαι από την Πρωθ/γία

Νίκος Γκιώνης 06 Δεκ 2016

Αυτή η φράση, της ωμής  Τσωρτσιλικής  σχολής, ειπώθηκε το μακρινό πιά 1996, στο ιστορικό εκείνο Συνέδριο της διαδοχής στο ΠΑΣΟΚ, τον ζεστό Ιούνιο στο ΟΑΚΑ.  Πολλοί τον αποδοκίμασαν, άλλοι τον επευφήμησαν .

Στέκονταν ανέκφραστος στο βήμα  και επανέλαβε δυό – τρείς φορές την ίδια φράση. Αμηχανία. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας  υπήρξε  καθαρότατο υπέρ του .

Μια λεπτομέρεια. Τις στιγμές που ο Σημίτης έβαζε αυτό το κυνικό πολιτικό δίλημμα, είχε ένα  χαρτάκι μπροστά του που του προδιέγραφε κατά 90% το μελλοντικό αποτέλεσμα. Είχε δημοψηφισματικό  χαρακτήρα η διαδικασία, κι ας αφορούσε μόνον 6000  ανθρώπους. Η ζωή των επόμενων οκτώ χρόνων – κατά το μάλλον – τον δικαίωσε. Ήταν  και παραμένει προσεκτικός και αναλυτικός άνθρωπος ο Σημίτης  και εμπλούτισε  τον τρόπο διαχείρισης κινδύνων, εκτός των άλλων, από τις συχνά δύσκολες εμπειρίες του με τον Παπανδρέου. Και κατά τούτο έμοιαζαν. Όταν απουσίαζε το παρορμητικό αμφιθυμικό στοιχείο, το ρίσκο ήταν στο πρόγραμμα, αναλυμένο στο μέγιστο δυνατό βαθμό.

Άλλωστε το χάρισμα ενός πολύ χρήσιμου ηγέτη είναι η προορατικότητά του σε βάθος ενός ορατού χρόνου. Είμαι βέβαιος πως ο Σημίτης, ποτέ δεν θα διακινδύνευε  τις πέντε – ας πούμε – μεταρρυθμίσεις του για τις αβέβαιες δέκα, μέσα σε ένα περιβάλλον με πάμπολλες στοχαστικές  παραμέτρους, μία των οποίων είναι ή δυσεπίλυτη  – ακόμα – εξίσωση ανάμεσα στον εθνοποπουλισμό, την παγκοσμιοποίηση, το εύρος των λιτοτήτων και την λεκτική περί του προστατευτισμού του Έθνους – Κράτους.

Ο Κάμερον  και ο Ρέντσι, ελάχιστα  έμπειροι και μπαρουτοκαπνισμένοι, βιαστικοί φιλόδοξοι πρότειναν μάλλον ορθές διεξόδους σε χωρικά τους αδιέξοδα, αλλά με πολλή βιάση, με μπόλικη ακηδία, με ανοικτά μέτωπα, με απουσία στρατηγικής αλτερνατίβας. Δεν διάβασαν μέσα στον  ιδιότυπο βουληματικό ναρκισσισμό της  φιλοδοξίας τους  αυτό, που έδειχνε να έρχεται και να τους  κυκλώνει, αρκέστηκαν στα αρχικά  διθυραμβικά  τραγουδάκια της χαράς  τις ώρες, που το τέρας οργανώνονταν.

Και το χειρότερο είναι πως επέλεξαν ως επιβεβαίωση – των μάλλον ορθών τους  αντιλήψεων, επαναλαμβάνω – την κατ’ εξοχήν  κορπορατιστική   μεθόδευση του δημοψηφίσματος , επιτείνοντας το λάθος με το να τα ορίσουν πολύ καιρό πριν ενώ το μέσα και το έξω περιβάλλον, τροποποιείται με ταχύτητες φωτός. Έχασαν.

Η περιδίνηση άρχισε, σε μιαν Ευρώπη όπου – αρέσει, δεν αρέσει – την μόνη εγγύηση πολιτικού φιλελευθερισμού  εκπροσωπεί η συντηρητική Ανκ.Μέρκελ  και ο αδικημένος τεράστιος Μπρ. Στάινμαγερ σε πιο μικρό βαθμό.

Η σχολή Σημίτη, ήταν αυτή των μικρών συχνών ρήξεων και των μελετημένων ανατροπών, ασφαλώς διακυβευματικά, αλλά ποτέ με την ζαριά του πολιτικού τζογαδόρου, που αισθάνεται μόνον ο ίδιος πως έχει την αύρα του χαρισματικού ηγέτη .

Αυτό είναι κάτι που απονέμει η Ιστορία και όχι εσύ στον εαυτό σου . Το να προσωποποιείς το πολιτικά ορθό, δείχνει αδυναμία του εγχειρήματος ως συλλογικού, παρά τις ορθές θεωρητικές βάσεις του .

Μα το αποτέλεσμα είναι το ίδιο και αυτό καταγράφει ξερά και αυστηρά  ο ιστορικός.

Η νίκη ως  παρηγοριά  – όπως λέει κι ο Στέλιος Ράμφος – ήρθε, ατυχώς, μόνον από τον ήρεμο δυνατό Αυστριακό κ. Μπέλεν  κι όχι από αυτούς, που προέταξαν  την αλαζονεία ( Κάμερον )  ή το αβέβαιο πρόσωπό τους (Ρέντσι).