“Κρίση είναι που συζητάμε συνέχεια για κρίση” γράφει κάπου στην αρχή του βιβλίου του ο Κώστας Μποτόπουλος προσπαθώντας να δώσει έναν ορισμό κατανοητό από έναν μαθητή γυμνασίου, αλλά, τελικά αναζητώντας ο ίδιος μια απλή απάντηση σε μια σύνθετη ερώτηση που έρχεται και επανέρχεται πέντε χρόνια μετά τη διαπίστωση της ελληνικής χρεοκοπίας που οδήγησε σε μια οδυνηρή και με αβέβαιο αποτέλεσμα διάσωση. Οτι συζητάμε ακόμη για την κρίση επιβεβαιώνει ότι υπάρχει πάντα κρίση και ότι συζητάμε όλο και περισσότερο, όλο και εντονότερα, με όλο και μεγαλύτερη αγωνία για την κρίση δείχνει ότι αντί να φεύγει βαθαίνει και ίσως τώρα βρισκόμαστε σε ένα οριακό και πραγματικά δραματικό σημείο έχοντας κουραστεί ή ίσως εξουθενωθεί και έχοντας κουράσει ή ίσως εξουθενώσει τους εταίρους μας.
Ετσι, σε μια τέτοια στιγμή, το βιβλίο του Κώστα Μποτόπουλου “Ο Βασίλης και η κρίση” (εκδόσεις Γαβριηλίδης) έχει αξία ως μια εναλλακτική αφήγηση που υπερβαίνει τον μανιχαϊσμό, μνημόνιο/αντιμνημόνιο, και διαχωρίζει απόλυτα το απλό από το απλοϊκό στην ανάλυση του ελληνικού προβλήματος. Ο συγγραφεάς απευθύνεται σε ένα παιδί αλλά η προσπάθειά του ξεφεύγει από τις προθέσεις του, γιατί τελικά μιλάει στον εαυτό του και άρα σε όλους, μιλάει πολιτικά και όχι απλώς πατρικά, και με έναν τρόπο μαθαίνει ο ίδιος μαζί με τον γιο του πώς να μιλάει απλά για τα περίπλοκα και να κάνει εύκολα στην κατανόησή τους τα τόσο δύσκολα.
Η ιδέα ήταν να συζητήσει ο πατέρας με το γιο για την κρίση. Χωρίς ο μεγάλος να κάνει μάθημα -με τους κλασικούς όρους- στον μικρό, με σαφές χρονοδιάγραμμα 11 ημερών και με ένα πρωτότυπο σύστημα βαθμολογίας που βασικά αποσκοπεί στο να δείξει όχι τόσο τι κατάλαβε ο Βασίλης, αλλά πόσο τα κατάφερε ο Κώστας Μποτόπουλος, πόσο μεταδοτικός ήταν και πόσο καθαρά εκφράστηκαν τα μηνύματά του. Με αυτή την έννοια, η άσκηση ήταν δύσκολη βασικά για τον συγγραφέα, που προσπάθησε να περιγράψει και να αναλύσει με τον πιο αποτελεσματικό δυνατό τρόπο την πιο δυσνόητη ελληνική πραγματικότητα των τελευταίων δεκαετιών που είναι η κρίση.
Τελειώνοντας κανείς το βιβλίο διαπιστώνει ότι ο συγγραφέας τα πήγε πολύ καλά γιατί ξέρει σε βάθος το θέμα με έναν βιωματικό και ίσως υπαρξιακό τρόπο, ώστε να μπορεί να μιλήσει πολύ ανεπιτήδευτα γι αυτό, τόσο ανεπητίδευτα ώστε ο γιος του να καταλάβει αυτό που πολλοί ενήλικες δεν έχουν ακόμη καταλάβει: Τι ακριβώς μας συνέβη, γιατί βρεθήκαμε -και παραμένουμε- μπροστά στον κίνδυνο μιας ιστορικών διαστάσεων καταστροφής, ποιες είναι οι δικές μας ευθύνες και ποιες των εταίρων και πιστωτών μας, τι έγινε με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες που δοκιμάστηκαν, πώς έχει διαμορφωθεί η σχέση πολιτικής και αγορών στον σύγχρονο δυτικό κόσμο.
Ισως το πιο δύσκολο ερώτημα που βάζει είναι αυτό που φαίνεται πιο εύκολο: Τι είναι η Ευρώπη. Για τον συγγραφέα είναι ένα μεγάλο και ωραίο πολιτικό σχέδιο, το ευρώ είναι κάτι περισσότερο από κοινό νόμισμα, υποδηλώνει μια κοινότητα αξιών, κοινές ιδέες για την πρόοδο. Μιλάει στον γιο του χωρίς καμία προσπάθεια εξωραϊσμού για τα δομικά προβλήματα και τα λάθη στην αρχιτεκτονική της ευρωζώνης που μεγάλωσαν το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχότερων χωρών και δεν επέτρεψαν την ανάπτυξη μιας στρατηγικής διαχείρισης κρίσεων πέρα από τους αυτοσχεδιασμούς και την μεταφορά της ευθύνης στον πιο μεγάλο, πιο έμπειρο και πιο σκληρό από τους παίκτες της, τη Γερμανία. Ο συγγραφέας ξεκαθαρίζει στο παιδί του ότι δεν έχει νόημα να αναζητήσει εξωτερικό εχθρό παρόλο που ασκεί κριτική στην κατάχρηση δύναμης από την πλευρά του Βερολίνου που μαζί έσωσε και ταπείνωσε την Ελλάδα, όπως γράφει.
Είναι καλή ή είναι κακή η Τρόικα, είναι καλό ή κακό το μνημόνιο, γιατί μόνο εμείς και όχι άλλοι, πού το πάει η Γερμανία, θα σωθεί ή θα διαλυθεί η ευρωζώνη, είναι καλή ή κακή η αγανάκτηση, υπάρχει ή δεν υπάρχει ελπίδα. Τα απαντάει όλα χωρίς δογματισμό και χωρίς εύκολες βεβαιότητες. Το πιο ωφέλιμο για τον Βασίλη, και για τον αναγνώστη, είναι ότι πουθενά μα πουθενά δεν υπάρχει το στοιχείο της εμπάθειας, του φανατισμού ή έστω της διάθεσης να υπερασπιστεί μια θεωρία, ακόμη και τη δική του υποκειμενικότητα. Είναι μια περιγραφή ψυχρή, γιατί κυριαρχεί ο ορθολογισμός και η ακρίβεια, αλλά και πολύ θερμή γιατί υπάρχει συναίσθημα που δεν δηλώνεται, όμως το αναγνωρίζει κανείς στον οραματικό ευρωπαϊσμό του συγγραφέα που αμφιβάλλει για πολλά αλλά όχι για την ανάγκη περισσότερης Ευρώπης και περισσότερης Ελλάδας στην Ευρώπη.
Δεν ξέρω αν και ο Βασίλης φορτίστηκε με το τελεύταιο κομμάτι της συζήτησής τους, τις τελευταίες σελίδες, εκεί που ο συγγραφέας με το δικό του τρόπο λέει ότι χρειαζόμαστε αυτογνωσία, πραγματική πολιτική και την επανανοηματοδότηση της Ευρώπης ως μιας ένωσης αξιών, που απελευθερώνεται από την κυριαρχία της οικονομίας μέσα από τον πολιτισμό και την έρευνα. Μιλάει επίσης για τις αλλαγές που επιβάλλεται να απαιτεί η Αριστερά αφήνοντας σε εκκρεμότητα τον ορισμό του “τι σημαίνει να είσαι αριστερός”. Μακάρι να είναι αυτό το θέμα του επόμενου βιβλίου του.