Κ. Μητσοτάκης: απειλή ή κίνητρο για το σοσιαλδημοκρατικό πόλο;

Γιώργος Σιακαντάρης 13 Ιαν 2016

Η εκλογή Μητσοτάκη ως προέδρου της Νέας Δημοκρατίας θα μπορούσε να είναι μια πάρα πολύ καλή εξέλιξη, όχι μόνο για τη ΝΔ, αλλά και για τη διαμόρφωση της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας. Θα μπορεί όμως να γίνει και το εφαλτήριο για περαιτέρω συρρίκνωση του υπό διαμόρφωση σοσιαλδημοκρατικού χώρου. Τηρουμένων των αναλογιών στη ΝΔ έγινε ό,τι το 1996 με την εκλογή Σημίτη. Όπως τότε οι σύνεδροι του ΠΑΣΟΚ, παρόλο που δεν αγαπούσαν τον Σημίτη, τον ψήφισαν γιατί ήταν ο μοναδικός που εγγυόταν την παραμονή τους στην εξουσία, έτσι και τώρα ο Μητσοτάκης ψηφίστηκε ως ο μόνος που μπορεί να νικήσει τον Τσίπρα. Δεν ξέρω αν οι ψηφοφόροι του τον αγαπούν, σίγουρα όμως ελπίζουν σ’ αυτόν. Πάντως τον Σημίτη οι συνεδριακοί του ψηφοφόροι ποτέ δεν τον «αγάπησαν», μόνο που τον ψήφισαν και αυτό στην πολιτική είναι το μείζον.

Εδώ όμως ελλοχεύει ένας κίνδυνος για το σοσιαλδημοκρατικό χώρο. Αν σ’ αυτόν επικρατήσουν λογικές περιχαράκωσης του κρατικιστικού μετώπου κατά του «ανάλγητου νεοφιλελευθερισμού», τότε η πορεία του είναι το πολύ προς το 4 με 6%. Αυτό μπορεί να γίνει χωρίς ο Κυριάκος Μητσοτάκης να κάνει το παραμικρό. Υπάρχει ο κίνδυνος ο χώρος να φοβηθεί ότι το πεδίο της μεταρρύθμισης στο εξής θα καλύπτεται έτσι και αλλιώς από τη ΝΔ και τον Μητσοτάκη και αντί να κινήσει αυτός τη συζήτηση για τις δικές του προοδευτικές μεταρρυθμίσεις, να περιχαρακωθεί στη λογική του «ένα και στο χέρι», των λίγων και καλών δικών μας, του αντιδεξιού μετώπου. Τότε όμως μπορούν να διασωθούν μικροπολιτικές και μικροεγωισμοί, αλλά θα ασθενήσουν βαρέως οι πολιτικές. Αν επικρατήσει το ιδεολόγημα πως στην Ελλάδα συγκρούεται ο νεοφιλελευθερισμός με τα λαϊκά αιτήματα, αντί να μετατραπεί ο ΣΥΡΙΖΑ σε σοσιαλδημοκρατικό χώρο, όπως εντελώς λανθασμένα ελπίζουν κάποιοι, κινδυνεύει να γίνει ΣΥΡΙΖΑ ο σοσιαλδημοκρατικός πόλος.

Σ’ αυτό το πλαίσιο λογικές που υποστηρίζουν πως «η Δεξιά δεν αλλάζει, όποιον και να έχει αρχηγό» οδηγούν όλο το 40% του Ναι στο δημοψήφισμα στην αγκαλιά του Κυριάκου Μητσοτάκη. Οδηγούν στο περιθώριο κάθε προσπάθεια δημιουργίας ενός σύγχρονου σοσιαλδημοκρατικού πόλου. Αν όντως, όπως υποστηρίζει ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ και βουλευτής της Δημοκρατικής Συμπαράταξης Θανάσης Θεοχαρόπουλος, «είναι επιτακτική η ανάγκη ύπαρξης μίας ισχυρής παράταξης της σοσιαλδημοκρατίας που θα αποτελέσει τον έναν από τους δύο πόλους στην πολιτική ζωή του τόπου», τότε αυτός πρέπει να αντιμετωπίσει πολιτικά και όχι θυμικά την επικράτηση Μητσοτάκη.

Τι σημαίνει όμως πολιτική και όχι θυμική αντιμετώπιση; Σημαίνει πως σοσιαλδημοκρατικός χώρος με ανάθεμα στο φιλελευθερισμό δεν υπάρχει. Οι δύο χώροι αλληλεπικαλύπτονται. Θα σημειώσω εδώ επιγραμματικά τα κοινά σημεία σοσιαλδημοκρατίας και φιλελευθερισμού. Πρώτον, αφετηρία τόσο της σοσιαλδημοκρατίας όσο και του φιλελευθερισμού είναι η αυτονομία και η προτεραιότητα του ατόμου και όχι το πρωτείο της κοινότητας (θρησκευτικής, εθνικής ή φυλετικής). Γι’ αυτές τις δύο ιδεολογικές οικογένειες το κοινωνικά δίκαιο έχει μόνο ατομική υπόσταση, αφού η κοινωνική δικαιοσύνη διαμορφώνεται από τις ανάγκες και ικανότητες του ατόμου και όχι της κοινότητας. Δεύτερον, η κοινή πίστη τους στην αρχή της διάκρισης και της ισορροπίας των εξουσιών ως αναγκαία απάντηση στην ενύπαρκτη τάση της εξουσίας προς τον ολοκληρωτισμό. Τρίτον, η πίστη τους πως όσο δεν επιτρέπεται η οικονομική εξουσία να υποκαθιστά και να καταλαμβάνει το χώρο της πολιτικής, τόσο και η πολιτική δεν πρέπει να υποκαθιστά την επιχειρηματικότητα και την οικονομική εξουσία. Συστατική αρχή του φιλελευθερισμού και της σοσιαλδημοκρατίας είναι η μη επέμβαση του κράτους στη σφαίρα της ιδιοκτησίας και της οικονομίας και η μη επέμβαση της οικονομίας και της επιχειρηματικότητας στην πολιτική εξουσία. Και τέταρτον, το αίτημα της κοινωνικής αναδιανομής δεν αποτελεί μόνο σοσιαλιστικό αίτημα· αντιθέτως αποτελεί και φιλελεύθερο αίτημα.

Βεβαίως αυτές οι τέσσερις κοινές αρχές δομούνται με διαφορετικό τρόπο από τη δεξιά πολιτική οικογένεια και από τη σοσιαλδημοκρατική οικογένεια. Η εκλογή Μητσοτάκη μπορεί να δώσει κίνητρα στη σοσιαλδημοκρατική οικογένεια και να διαπαιδαγωγήσει καλύτερα τα «παιδιά» της και να αυξηθεί. Αρκεί να τον αντιμετωπίσει ως κίνητρο για να εγκαταλείψει τον κρατισμό και τα αντιδεξια σύνδρομα.

Η εκλογή Μητσοτάκη είναι αποτέλεσμα όχι φυσικά του ανύπαρκτου ελληνικού νεοφιλελευθερισμού, αλλά ενός υπόγειου ρεύματος που τείνει να καταλάβει το δεξιό, αλλά όχι μόνο, ημισφαίριο του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Η νίκη Μητσοτάκη είναι νίκη αφενός της αντίληψης πως μόνο μια σοβαρή μεταρρυθμιστική πρόταση μπορεί να νικήσει τον Τσίπρα, αλλά και νίκη μιας αντίληψης που τείνει να καταλαμβάνει όλο και περισσότερο ηγεμονική θέση στο πνευματικό, αρχικά, και στη συνέχεια και στο πολιτικό πεδίο της χώρας. Γι’ αυτή την αντίληψη η κυρίαρχη αντίθεση σήμερα είναι μεταξύ του τεμπέλικου και παμφάγου δημόσιου τομέα, που δεν αφήνει τίποτα να αναπτυχθεί και δεν επιτρέπει να πραγματοποιηθεί καμία μεταρρύθμιση και του αδικημένου ιδιωτικού τομέα του 30% των ανέργων. Η αντίθεση στη μετα-επαναστατική βοναπαρτική Γαλλία (1862) του δεξιού κρατικού λειτουργού Ιαβέρη με τον αριστερό προλετάριο Γιάννη Αγιάννη, στην Ελλάδα του 2016 είναι η αντίθεση του «αριστερού» κρατιστή Ιαβέρη με τον «δεξιό» μεταρρυθμιστή Αγιάννη. Αυτή η ανάγνωση της σχέσης δημόσιου και ιδιωτικού στηρίζεται σε προφανή στοιχεία του δημοσιοϋπαλληλικού χώρου, όπως πολύ καλά τα ανέπτυξε ο Δημήτρης Φύσσας στην Athens Voice, αλλά είναι μονομερής, γιατί βλέπει μόνο μια πλευρά της σχέσης δημόσιου – ιδιωτικού και μετατρέπει έτσι την ανάγνωση αυτής της σχέσης από πραγματική σε μεταφυσική. Και μεταφυσική είναι οποιαδήποτε ανάγνωση η οποία δεν κατορθώνει από μια σχέση να αναδείξει την αντιφατικότητά της. Ενώ είναι αλήθεια πως το σημερινό δημόσιο είναι τροχοπέδη για την οικονομική ανάπτυξη, είναι εξίσου αλήθεια πως δεν υπάρχει ανάπτυξη σε κανένα φιλελεύθερο («δεξιό» ή «αριστερό») κράτος, όπου αυτή να μη στηρίχθηκε στη συνύπαρξη της επιχειρηματικότητας με ένα ισχυρό δημόσιο χώρο στον τομέα παροχής κοινωνικών υπηρεσιών. Αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης μείνει μόνο στην ανάδειξη των ανισοτήτων που γεννά η άνιση σχέση δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, τότε μπορεί να κυβερνήσει, αλλά δεν θα αλλάξει τίποτα στη χώρα. Απλώς θα αλλάξουν τα πρόσημα για το τι είναι θετικό και τι αρνητικό. Εδώ είναι το πεδίο πάνω στο οποίο ο σοσιαλδημοκρατικός χώρος μπορεί και πρέπει να στήσει τη δική του πρόταση για μια ριζική μεταρρύθμιση της χώρας.

Ένα είναι σίγουρο, από τη σκοπιά του σοσιαλδημοκρατικού πόλου δεν είναι καθόλου αδιάφορο το ποιος είναι αρχηγός της ΝΔ. Και αν είναι όντως έτσι, ως σοσιαλδημοκράτης που ο χώρος του οφείλει πολλά στην ιδεολογία του φιλελευθερισμού, είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος για την εκλογή Μητσοτάκη, γιατί πιστεύω πως αυτή μπορεί να αποτελέσει το κίνητρο για να κινηθούν τα λιμνάζοντα ύδατα στο χώρο της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, αλλά ακόμη και στην αριστερή όχθη του Ποταμιού. Η δεξιά όχθη του Ποταμιού μάλλον έχει ήδη βρει την εκβολή της στο νέο αρχηγό της ΝΔ. Η ενότητα αυτών των δύο χώρων, μέσα από την όσο το δυνατόν πιο γρήγορη υπέρβασή τους, μπορεί να αποτελέσει την πραγματική πολιτική απάντηση στην αφήγηση Μητσοτάκη. Αρκεί βεβαίως να… εδώ αρχίζει το άρθρο που πρέπει να γράψουμε, όλοι όσοι ανησυχούμε λόγω της πολιτικής που ασκεί ο ΣΥΡΙΖΑ.