—της Μυρσίνης Λιοναράκη—
Μπορεί να τον θυμόμαστε περισσότερο για το άκρως ερωτικό και σχεδόν ξεδιάντροπα ικετευτικό «Ne me quitte pas» («Μη με εγκαταλείπεις»), αλλά αν κάποιος λάτρεψε το φευγιό ήταν ο Jacques Brel. Ήταν ένας άνθρωπος του αποχωρισμού και έβλεπε, όπως σημειώνεται στη βιογραφία του, κάθε αύριο σαν το επόμενό του ταξίδι και κάθε συνθήκη σαν αφορμή για να φύγει, να ξεκολλήσει, να ανοίξει πανιά και φτερά.
Γεννήθηκε το 1929 στις Βρυξέλλες και στα 24 του είχε ηχογραφήσει ήδη στο Βέλγιο το πρώτο του άλμπουμ κι έφευγε για το Παρίσι με την κιθάρα του στο χέρι. Η καριέρα του τη νύχτα ξεκινάει από τα παριζιάνικα καμπαρέ και έκτοτε οι δισκογραφικές επιτυχίες έρχονται η μία μετά την άλλη και οι μεγάλες σκηνές μαζί. Έτος σταθμός για την καριέρα του θεωρείται το 1961 όπου θριάμβευσε με τη συναυλία του στο Olympia, το πιο διάσημο θέατρο της γαλλικής πρωτεύουσας.
Από τα παιδικά του χρόνια στις Βρυξέλλες ο ίδιος δήλωνε ότι είχε κρατήσει ένα αίσθημα ησυχίας, ακινησίας και γκρίζου, όπως αυτό που περιγράφει αργότερα και στο τραγούδι του «Mon enfance». Γρήγορα κατάλαβε ότι η συμβατική ζωή δεν του ταίριαζε. Βαριόταν εύκολα και δε χωρούσε πουθενά. Η ενασχόλησή του με την τέχνη ήταν μονόδρομος.
Έγραψε τραγούδια λυρικά και αγαπησιάρικα και άλλα με πολλούς τόνους αυτοσαρκασμού, ενώ δεν ήταν λίγες και οι φορές που έγινε ενοχλητικός για τα ήθη της εποχής του, αφού ασκούσε κριτική χωρίς φόβο και πάθος. Τραγούδησε για λιμάνια, για ταξίδια, για πόλεις, για γυναίκες, για παράνομους έρωτες, για την οικογένειά του, για τον θάνατο, για τους φίλους του. Του άρεσε να τραγουδάει όρθιος και περήφανος, να χρησιμοποιεί τα χέρια του και τις εκφράσεις του προσώπου του για να αποδώσει το κάθε κομμάτι ξεχωριστά. Τα έντονα χαρακτηριστικά του αποτελούσαν το καλύτερο εργαλείο για την κάθε του εμφάνιση και σε έκανε να πιστεύεις ότι κάθε τραγούδι ή κάθε ρόλο τον ζούσε από την κορυφή μέχρι τα νύχια.
Σαν χαρακτήρας, όπως αυτός έχει πια αποτυπωθεί από τα κείμενα, τις σημειώσεις, τα έργα και τις συνεντεύξεις του ήταν ανήσυχος και διψασμένος για ζωή και δράση. Γοητευόταν από τις δύσκολες αποστολές, προκαλούσε τη διαφωνία και την ένταση ενώ δεν σταματούσε να διεκδικεί από τους ανθρώπους γύρω του να πιουν τα ποτήρια τους μέχρι τον πάτο, να μην φοβηθούν τίποτα και κανέναν. Λέγεται ότι αγαπημένη του συμβουλή με την οποία τσιγκλούσε τους φίλους του ήταν το «Ζήσε τη ζωή σου». Ήταν πάντα ανοιχτός και διαθέσιμος να μπει σε νέες ιστορίες, σε νέες γνωριμίες, σε νέες περιπέτειες. Τι σπάνιο χάρισμα, αλήθεια, να μη φοβάσαι να ανοίξεις νέα κεφάλαια. Γιατί έτσι, νικάς και τον φόβο να κλείσεις τα παλιά.
Το 1967 γυρίζει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία με τίτλο Les risques du metier και έκτοτε συμμετέχει ως ηθοποιός σε αρκετές ταινίες ενώ δουλεύει και σαν σεναριογράφος και μεταφραστής.
Το ελάττωμα να βαριέται κάθε τόσο ό,τι έκανε δεν φαίνεται να του περνάει με τα χρόνια. Στο ζενίθ της καριέρας του, και ενώ είχε περάσει κάπου 15 χρόνια να τραγουδάει σχεδόν κάθε βράδυ, εγκαταλείπει τις περιοδείες και τις συναυλίες και ψάχνει ακόμα μία φορά μία αλλαγή, μία νέα διέξοδο, ένα νέο τολμηρό άλμα.
Τον Φεβρουάριο του 1974 αγοράζει ένα ιστιοφόρο σκάφος 19 μέτρων, του δίνει το όνομα «L’Askoy II» και αρχίζει το ταξίδι του στα κύματα. Φτάνει μέχρι τα Κανάρια Νησιά όπου εμφανίζει τα πρώτα συμπτώματα ενός γερού καρκίνου του πνεύμονα. Το ταξίδι του δεν ολοκληρώνεται ποτέ όπως το ήθελε. Επιστρέφει στη γενέτειρά του, στο Βέλγιο, και χειρουργείται. Τίποτα όμως δεν δείχνει να του χαλάει τα σχέδια και η επιμονή του νικάει τον πόνο. Λίγες μόνο εβδομάδες μετά το κρίσιμο χειρουργείο, ανοίγει πάλι τα πανιά του «L’Askoy II» και διασχίζει τον Ατλαντικό. Τον Νοέμβριο του 1975 φτάνει στις ακτές της Πολυνησίας, στις Μαρκησίους Νήσους. Ο παρορμητισμός του τον κάνει να επιλέξει το δεύτερο μεγαλύτερο νησί εκεί, την Χίβα Όα και να εγκατασταθεί σε ένα μικρό σπιτάκι.
Εκεί ανακαλύπτει νέα πάθη. Αγοράζει ένα μικρό αεροκάφος που το βαφτίζει «Jojo» και αρχίζει να πετάει και να επισκέπτεται και να εξερευνεί τα κοντινά νησιά. Είχε περάσει και παλιότερα, στο Παρίσι ακόμα, μια φάση που λάτρεψε τον αέρα και τις πτήσεις. Είχε βάλει σκοπό να γίνει πιλότος, έκανε μαθήματα και για κάποια χρόνια πετούσε στους ουρανούς μετρώντας τα όρια της ελευθερίας του.
Ο καρκίνος τον πολεμούσε, και το ίδιο και αυτός. Επιστρέφει για λίγο στο Παρίσι το 1977 για να ηχογραφήσει το τελευταίο του άλμπουμ με τίτλο «Les Marquises» και πάλι πίσω στον μικρό του παράδεισο. Αφήνει την τελευταία του πνοή σαν σήμερα, στις 9 Οκτωβρίου του 1978, από πνευμονικό οίδημα και θάβεται στο νεκροταφείο της Χίβα Όα, δίπλα στον Γκογκέν.
Έζησε λιγότερο από 50 χρόνια και κυριολεκτικά του έδωσε και κατάλαβε. Κανείς δε μπορεί ακόμα να απαντήσει με σιγουριά αν έπεσε θύμα των παθών του ή αν τιθάσευσε τα πάθη του με έναν μοναδικό τρόπο και τα νίκησε τιμώντας τα μέχρι τελευταίας σταγόνας. Λέγεται ότι έζησε παράφορα ελεύθερα την ευτυχία, αλλά τα χρόνια του τα τραγούδησε με μια φωνή θαρρείς θλιμμένη. Λέγεται ότι έζησε με σημαία το αύριο, αλλά αγάπησε όσο κανείς το κάθε του σήμερα.