Δύο οι όψεις του ίδιου νομίσματος:
Η μία στα σύνορα. Εκεί που τσαλαβουτούν για να επιβιώσουν μερικές χιλιάδες παιδιά, εκεί που βυθίζεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, εκεί στη γραμμή των συνόρων που έχει εκχωρηθεί ο έλεγχος σε «Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις». Αυτές που με αυτοθυσία σώζουν ανθρώπους αλλά και άλλες που καταγγέλλονται από τον ίδιο τον Π/Θ. Εκεί που το κράτος απλώς απουσιάζει. Εκεί στα λασπόνερα της Ειδομένης, που καθρεφτίζεται το πρόσωπο της λαϊκιστικής πολιτικής, του δήθεν και του φαίνεσθαι. Γιατί ακούγεται αριστερό και είναι εύκολο να μιλά κανείς για ανθρωπιστική κρίση, να εξισώνει πρόσφυγες και παράνομους μετανάστες, να προβάλλει την ανάγκη διάσωσης αυτών που πνίγονται στη θάλασσα, να δηλώνει ότι έχει ανοικτές τις αγκαλιές της φιλοξενίας, να προκρίνει τις ανοικτές και να καταγγέλλει τις κλειστές δομές, να μετατρέπει τη χώρα σε ζώνη transit προς την Ευρώπη.
Οταν όμως αυτά βασίζονται σε θεωρίες, χωρίς καμία ανάλογη προετοιμασία, χωρίς εκτίμηση των πραγματικών αντοχών της χώρας, χωρίς συνεννόηση με τους εταίρους, χωρίς προοπτική, εξελίσσονται σε εγκληματική συμπεριφορά, που μετρά εκατοντάδες θύματα στο Αιγαίο, ακόμη και στον παραπόταμο των συνόρων, χιλιάδες που κινδυνεύουν από επιδημίες, εκατοντάδες χιλιάδες που εγκλωβίζονται σε έναν τόπο που δεν ήθελαν ποτέ να μείνουν. Η άλλη στην καρδιά της Αθήνας. Εκεί που αποφασίζονται τα επώδυνα μέτρα για τον δικό μας λαό, εκεί που οι «κόκκινες γραμμές» γίνονται ροζ και μετά πένθιμο μοβ, εκεί που οι Έλληνες υπουργοί μιας κυρίαρχης χώρας σπεύδουν να επισκεφθούν τους άλλοτε «υπαλλήλους της τρόικας» και να καταθέσουν προς έγκριση τις απόψεις τους. Εκεί που το κράτος ευτελίζεται, με την κυβέρνηση ικανοποιημένη γιατί «δεν πάει η τρόικα στα υπουργεία», αλλά πάνε οι υπουργοί στο ξενοδοχείο των «θεσμών». Εκεί στα σαλόνια του Χίλτον, που επίσης καθρεφτίζεται το πρόσωπο της λαϊκιστικής πολιτικής, του δήθεν και του φαίνεσθαι. Γιατί ακούγονταν αριστερές και ήταν εύκολες οι προεκλογικές υποσχέσεις της Θεσσαλονίκης, ο φραστικός τσαμπουκάς προς κάθε κατεύθυνση, η υπόσχεση ανατροπής των ευρωπαϊκών πολιτικών.
Οταν όμως όλα αυτά είναι λόγια, έτσι χωρίς πρόγραμμα, που έλεγε και η Ρεζάν, χωρίς επίγνωση των πραγματικών αναγκών και δυνατοτήτων, χωρίς καν συνείδηση των διεθνών σχέσεων και εθνικών συμφερόντων (από τη Νέα Υόρκη με τον Κλίντον μέχρι τη Σμύρνη με τον «φίλο Αχμέτ»), χωρίς αίσθηση του χρόνου που χάνεται από ιδεοληψία ή αυταρέσκεια, και με μια μεταρρυθμιστική αντίληψη που εξαντλείται στα ανατολίτικα παζάρια, τότε όλα αυτά εξελίσσονται σε καταστροφική πολιτική για τη χώρα, που μετρά σε εκατομμύρια ανέργων, σε πρόσθετες περικοπές μισθών και συντάξεων, σε νέους φόρους, σε ένα συνεχιζόμενο αδιέξοδο. Ο λαϊκισμός καθρεφτίζεται και στα λασπόνερα και στα πρόσωπα της δικής μας απόγνωσης. Η ανασύνταξη της χώρας πρέπει να ξεκινήσει από την ήττα του στο μυαλό και στην ψυχή των ανθρώπων.