Όποιο και να είναι το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος για την παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση δύο πράγματα είναι από τώρα σίγουρα: ότι η ζωή στη Βρετανία και την Ευρώπη θα χωρίζεται σε πριν και μετά την 23η Ιουνίου 2016. Και ότι οι πληγές που άνοιξαν στη Βρετανία και την Ευρώπη θα αργήσουν πάρα πολύ να κλείσουν.
Ας παραλείψουμε τα προφανή: ένα δημοψήφισμα που αφορά μια ολόκληρη ήπειρο και γίνεται για την επίλυση εσωτερικών προβλημάτων ενός κόμματος σε μια χώρα δεν μπορεί ποτέ να έχει καλή κατάληξη. Το ίδιο και ένα «απλό» ερώτημα πίσω από το οποίο κρύβονται ένα βουνό από άλλα θέματα –στα οποία «απαντούν», έστω και αν δεν ερωτώνται, οι πολίτες: από το πόσο ευχαριστημένοι είναι από τη ζωή τους και την κυβέρνηση σας ως τη στάση τους απέναντι σε φαινόμενα όπως η πολιτική ένωση κρατών, η μετανάστευση, η ίδια η Ιστορία.
Το δημοψήφισμα έβγαλε ασφαλώς στην επιφάνεια τις παθογένειες της εποχής –την υποχώρηση του ορθολογισμού, τη γοητεία της άρνησης για την άρνηση, την επικράτηση των λαϊκισμών και των λαϊκιστών κάθε φυράματος. Ασφαλώς τις αδυναμίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης –που θα μπορούσαν να περιληφθούν σε μια και μόνη μελίνεια φράση: η Ευρώπη δεν αρέσει πια. Ασφαλώς τα μεγάλα προβλήματα της Βρετανίας –τον διαχωρισμό σε τάξεις που δεν μπορούν να συνεννοηθούν, την προσκόλληση σε ένα αυτοκρατορικό αλλά και αντιδημοκρατικό παρελθόν, την πολιτικοποίηση της φραστικής βίας που δεν απέχει πολύ από τη σωματική. Λίγο πιο έμμεσα συνέβαλε όχι μόνο στην ανάδειξη αλλά και στη δικαίωση δυο τάσεων, που ως τώρα θα μπορούσαν να θεωρηθούν μειοψηφικές, τουλάχιστον σε χώρες με την πολιτιστική και την πολιτική παράδοση της Βρετανίας: του κυνισμού και του αντι-ελιτισμού.
Μπόρις Τζόνσον και Φαράζ θα έπρεπε κανονικά να αποτελούν ένα δίδυμο μπουφόνων σε μια πολιτική κομέντια νελ αρτε. Αντ’ αυτού, «έπιασαν το λαϊκό αίσθημα», με επιχειρήματα όπως η ανάκτηση της εθνικής ισχύος μέσω της εθνικής κυριαρχίας (σε μια εποχή που προϋπόθεση της ισχύος είναι η υπερεθενική σύμπραξη) και η έγερση τείχους έναντι των μεταναστών (που αποτελούν δύναμη της Βρετανίας αλλά και δεν πτοούνται από το πόσο βρετανικά ή ευρωπαϊκά θα είναι τα σύνορά της). Από την άλλη, το γεγονός ότι μεγάλα τμήματα της κοινωνίας όχι μόνο δεν άκουσαν αλλά έστρεψαν και την πλάτη σε σύσσωμη την πνευματική ελίτ μιας χώρας με πραγματική, λόγω εκπαιδευτικού συστήματος, ελίτ –την πνευματική, όχι την πολιτική ελίτ, τους νομπελίστες των επιστημών και όχι τους άσφαιρους της βουλής των Λόρδων- αδυνατίζει τον ίδιο τον κοινωνικό ιστό αλλά και από-νομιμοποιεί τη βούληση συμμετοχής του «λαού» στις μεγάλες αποφάσεις: τι νόημα έχει να αποφαίνεται ο λαός αγνοώντας όχι τη γνώμη των «ειδικών» αλλά αυτών που μπορούν να του παράσχουν τα στοιχεία για τα όλο και πιο σύνθετα ζητήματα της εποχής , όπως είναι η κλιματική αλλαγή, οι σταθμίσεις για την ανάκτηση των ενεργειακών πηγών, η συγκρότηση ενός διαφορετικού μοντέλου ανάπτυξης αλλά και παγκόσμιας διακυβέρνησης;
Τι πικρή λοιπόν ιστορία και τι πικρό ποτήρι αυτό που κέρασαν την παγκόσμια δημοκρατία ένας τακτικιστής αλλά λίγος ως πρόσωπο και ως ηγέτης Κάμερον, μια ευρωπαϊκή κοινότητα που παραχώρησε παραπάνω από όσα θα έπρεπε σε μια χώρα που εκ φύσεως δεν θέλει να είναι μέλος αυτής της κοινότητας, ένα πολιτικό σύστημα που απώλεσε πλήρως τη θρυλική –αλλά και μυθοποιημένη- ψυχραιμία του κι ένας λαός διαιρεμένος και πικρόχολος μέσα στον εξαιρετικά άνισο πλούτο του. Αν κάτι –μια άλλη αύρα- δεν αρχίσει, αμέσως μετά το δημοψήφισμα, να διαλύει αυτό το τοξικό μίγμα, φοβάμαι πως ακόμα και η θυσία της υπέροχης Τζο Κοξ μπορεί να πάει χαμένη.