It’s all over now, baby blue (Ένας Ντίλαν για τον καθένα)

Αντώνης Δημόπουλος 06 Φεβ 2025

Τελείως άγνωστος, όμως οικουμενικός, ο Ρεμπώ του 20ου αιώνα, ένας Ντίλαν για τον καθένα, ένας ποιητής απρόσμενος σε ανόητους καιρούς, με όλα  του τα ποιήματα, σε όλα μας τα πατήματα.

Απρόβλεπτα διαπεραστικός, αλαφροΐσκιωτος της έμπνευσης, αλληγορικός, εκτροχιασμένης διάνοιας μα τόσο καίριος, εκκενώνοντας το κοινότοπο, το φθαρμένο, το συμβατικό, το βολικό σαν περιττό, όχι σαν εχθρικό. Δίπλα σου πάντα, αλλά ποτέ μαζί.

Δεν είμαι εγώ  Αυτός που θες, αυτός που ψάχνεις δεν είναι εδώ. 

Εδώ, μια μοναξιά επιλεγμένη, μια πορεία δημιουργίας στο πάντα νέο, σχεδόν κακότροπη, μοχθηρή, σχεδόν αυτιστική μια απάντηση που πλανιέται στον αέρα, σε κάθε ερώτηση που ποτέ δεν θα ειπωθεί, σε μια σιωπή που ποτέ δεν θα αλωθεί. Αυτός ο διαβολεμένος στίχος που κυλά και γίνεται ήχος και ύστερα ξαναγυρνά και χτυπά, χτυπά σίγουρος πως θα ανοίξει μια πόρτα, μια τρύπα του ουρανού, εκεί που δεν υπάρχει κανένας εύκολος παράδεισος. Με αυτή την στριγκιά, συχνά ανατριχιαστική φυσαρμόνικα, αυτό το νιαούρισμα που επαιτεί την μελωδία, αυτό το θρήνο που απαιτεί μιαν άλλην ευτυχία. Αν δεν νυστάζεις και δεν έχεις πού να πας… 

Πώς μπορεί να πατα, να βυθίζεται τόσο βαθιά μες την παράδοση και να πετιέται τόσο ψηλά, στο απέραντο ενός κόσμου, όπου οι καιροί αλλάζουν, όλοι αλλάζουν μες την σκληρή βροχή, γινόμαστε πέτρες που κυλάνε διαρκώς, ανάμεσα σε ληστές κι αλήτες,  σε στρατιώτες και τουρίστες, σε παλιάτσους και προφήτες

Πιο πέρα οι κύριοι του πολέμου, οι εκάστοτε  άγγελοι ολέθρου, κρυμμένοι στα γραφεία πίσω από οθόνες, οδηγώντας βόμβες κι αστραπές, σπαράσσοντας αθώα νέα κορμιά με αρχαίες σκουριές, σε παράλογες σφαγές  με πολύχρωμες σημαίες οργής. Παντού και πάντα ίδιες σημαίες πλαστικές, εμμονές της επέκτασης  και της απελπισίας, σπονδή στους ψεύτικους θεούς της απληστίας.

Και συ, μέσα σε κάλπικη ραστώνη ευζωίας, χαμένος σε  περίοδο ευκολίας, η ζωή να αλλάζει και συ νάσαι η λεία, να αιμορραγείς σίγουρος πως ευτυχείς σε ασπρόμαυρους κόσμους ενοχής. Τώρα, που οι πίσω σου σελίδες πληθαίνουν και οι μπρος σου παραμένουν  αδειανές, γεμάτες ερωτήματα,  έτοιμες για νέα ολισθήματα. Πώς νοιώθεις  άραγε, τελείως άγνωστος, από-ξενωμένος αλλά όχι ξενιτεμένος, σε ένα δρόμο χωρίς σπίτι και επιστροφή, που όλο επιστρέφεις στο γιατί?

 Σ αυτή την έρημη χώρα, τη φθαρμένη γη, προσκυνητή, η στάχτη είναι αληθινή σαν τη ζωή σου, σαν θρύμματα από τυφώνες που σε εξαντλούσαν, σαν λαμπερές  διαφημίσεις που σε εξαπατούσαν. Πρέπει να φύγεις τώρα, πρέπει να φεύγεις συνεχώς, παίρνοντας μαζί  ό,τι νομίζεις πως θα αντέξει.

(Καλοκαίρι του ‘80 στο σταθμό της Κολωνίας ένα πλανόδιο Αμερικανάκι, φοιτητάκος απ’ το Οχάιο μου δείχνει ακόρντα και  στίχους του μπέμπη μπλου. Στο πλακόστρωτο της τεράστιας Ντομ, απέναντι απ’ το Ρήνο, δίπλα απ’ το σταθμό, αδελφωμένοι πρόσκαιρα, καθώς οι νεανικές μας αγάπες  μας γδέρνουν και περνούν σαν τα τρένα. Στις γειτονίες του κόσμου, στις μελωδίες του δρόμου, σε μοναξιές και γιορτές, ίχνη βουβά, συχνά ανεπαίσθητα, μα πάντα ανεπίστρεπτα εκεί, στην αναζήτηση νοήματος, στο ταξίδι του μηνύματος. Μοιραία κι ωραία, μια άλλη γλώσσα που άνοιγε πόρτες, έδινε σήματα, καταδίκαζε τις εύκολες χαρές, αναζητούσε εντολές,  έσπρωχνε σε αποστολές, αυτή η  ξενιτειά, πέραν του κόσμου τούτου. Κι αν η τέχνη δεν είναι οικουμενική και ακατάληπτη απ’ τις γλώσσες του νου, αν δεν είναι  κοντά στους κτύπους της καρδιάς σε τί άραγε βοηθά;  Είμασταν πολύ μεγαλύτεροι τότε, είμαστε πολύ νεότεροι τώρα, τα τραγούδια μας άντεξαν, εμείς;)