Η αντιπαράθεση των κομμάτων και των πολιτικών προσώπων και ο πολιτικός λόγος, που εκφέρουν, έχουν έντονα ηθικολογικά χαρακτηριστικά, αν και ο στόχος είναι η κατάθεση προτάσεων για την πορεία της χώρας, οι οποίες διέπονται από ηθικούς κανόνες. Μόνο που η προσέγγιση της ηθικής μετατρέπεται σε ηθικολογία, διότι είναι επιφανειακή, υποκριτική και εξαντλείται στην επίτευξη επικοινωνιακών στόχων, ώστε να διευρύνεται η επιρροή στους πολίτες, ως μελών του εκλογικού σώματος.
Η ηθική όμως προσανατολίζεται στη λογική και όχι στην μεταφυσική και αναφέρεται στην υπεύθυνη δραστηριοποίηση, που υπηρετεί την ανθρώπινη οντότητα, το κοινωνικό συμφέρον και την βιωσιμότητα του πλανήτη, ενώ το αξιακό της περιεχόμενο είναι προϊόν διαλόγου, μέσω του οποίου αποκτά διυποκειμενικότητα και γενικευμένη ισχύ (Χρίστος Αλεξόπουλος, «Ηθική και πολιτική», Μεταρρύθμιση, 29.7.2018).
Η εμπειρική προσέγγιση της ακολουθούμενης πρακτικής από το πολιτικό σύστημα τεκμηριώνει με τον καλύτερο τρόπο τον ηθικολογικό χαρακτήρα του πολιτικού λόγου και την αξιοπιστία του περιεχομένου του. Για την ευδοκίμηση της ηθικολογίας στην πολιτική επιδρούν μια σειρά παραγόντων.
Κατ’ αρχήν η πολιτική επικοινωνία στηρίζεται από το ένα μέρος στην ενεργοποίηση του συναισθήματος και του θυμικού και από το άλλο στην χρησιμοποίηση του γενικευτικού λόγου. Με αυτό τον τρόπο δεν χρειάζεται η αξιοποίηση του ορθολογισμού στο πλαίσιο ενός ουσιαστικού διαλόγου, ώστε η επίτευξη συμφωνίας να προσδίδει χαρακτηριστικά διυποκειμενικότητας στο επικοινωνιακό αποτέλεσμα και ταυτοχρόνως να εκφράζει το κοινωνικό συμφέρον.
Με εργαλείο το συναίσθημα επιτυγχάνεται η αποδοχή από τους πολίτες του περιεχομένου του εκφερόμενου πολιτικού λόγου, επειδή επιδιώκεται, υποτίθεται, το «καλό» του πολίτη-καταναλωτή γενικόλογων μηνυμάτων, τα οποία κοινοποιούν ένα επιδιωκόμενο πολιτικό στόχο, χωρίς να συγκεκριμενοποιείται το περιεχόμενο του όχι μόνο σε σχέση με το παρόν αλλά και σε σχέση με τις συνθήκες ζωής σε βάθος χρόνου, ούτε και να γνωστοποιείται ο τρόπος επίτευξης του. Αρκούν οι «καλές προθέσεις».
Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι «διάλογοι» κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης για την οικονομική πορεία της χώρας και τον στόχο της εξόδου από την κρίση. «Κονταροχτυπιούνται» για το ποιος είναι ικανός και διαθέτει την κατάλληλη τεχνογνωσία, χωρίς να αναφέρονται στο ευρωπαϊκό πλαίσιο των «επιτρεπόμενων» κινήσεων, το οποίο οριοθετεί τις ρεαλιστικές δυνατότητες για την λήψη αποφάσεων.
Πολύ περισσότερο δεν κάνουν αυτοκριτική και δεν αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους κόμματα, που κυβέρνησαν στο παρελθόν και συνεχίζουν την ίδια πολιτική πορεία με σημείο αναφοράς ένα μοντέλο κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης, το οποίο δεν διασφαλίζει βιώσιμες συνθήκες. Και αυτό δεν ισχύει μόνο για τις αδύναμες κρατικές οντότητες, αλλά αφορά στην παγκόσμια κοινότητα.
Δεν είναι τυχαία η αδιέξοδη στάση απέναντι στα πλανητικής εμβέλειας προβλήματα της κλιματικής αλλαγής και της μαζικής μετακίνησης πληθυσμών, τα οποία συνεχώς θα οξύνονται, όσο προχωρά η ανθρωπότητα προς το μέλλον, χωρίς να αναθεωρεί ριζικά τον τρόπο σκέψης και λειτουργίας της.
Πολύ σημαντικό ρόλο επίσης για την οικοδόμηση θετικού κλίματος για την ευδοκίμηση της ηθικολογίας παίζει η εξιδανικευτική προσέγγιση της πραγματικότητας και η διαμόρφωση της εντύπωσης, ότι μπορεί να μετασχηματίζεται και να αποκτά μια ιδεατή εικόνα της πορείας προς το μέλλον και την μετάβαση σε συνθήκες ευημερίας, χωρίς να συνυπολογίζονται τα όρια του μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης και οι αρνητικές επιπτώσεις της ιστορικής διαδρομής της κοινωνίας σε βάθος χρόνου.
Δύο πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η αδυναμία συνειδητοποίησης των τραγικών επιπτώσεων των μεγάλων οικονομικών ανισοτήτων μεταξύ των κρατών (φτωχοποίηση των κοινωνιών, μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών κ.λ.π.) και των κινδύνων, που συνεπάγεται η ιστορική διαδρομή των κοινωνιών, όταν λειτουργούν με εθνικιστική λογική (π.χ. τα κατάλοιπα των πολεμικών συγκρούσεων και οι επιπτώσεις τους στην ανθρώπινη ζωή κατά την διάρκεια της ειρήνης, που ακολουθεί, όπως είναι το πλήθος των βομβών στις θάλασσες και η επικίνδυνη ρύπανση, που προκαλούν με τις χημικές ουσίες, που εκλύουν, οι οποίες με τα θαλασσινά, π.χ. μύδια, μεταφέρονται και στον άνθρωπο).
Τέλος σημαντικός παράγων, ο οποίος συμβάλλει θετικά για την χρησιμοποίηση του ηθικολογικού λόγου στην πολιτική, είναι η μαζοποίηση της κοινωνίας σε συνδυασμό με την ώθηση και τις δυνατότητες, που προσδίδει στον επικοινωνιακό τομέα η ψηφιακή τεχνολογία και η μετατροπή της ενημέρωσης σε θέαμα.
Σε αυτό το πλαίσιο ο λόγος αποκτά περιγραφικό χαρακτήρα και συνοδεύει την εικονική αποτύπωση των γεγονότων. Ακόμη και ο τόνος της φωνής στην εκφορά του λόγου παίζει σημαντικό ρόλο σε σχέση με την αποτελεσματικότητα του επικοινωνιακού στόχου. Σε αυτή την περίπτωση δεν λειτουργεί ο ορθολογισμός για την επεξεργασία των μηνυμάτων, που διοχετεύονται, αλλά η συναισθηματική φόρτιση, που προκαλείται. Γι’ αυτό ο ηθικολογικός λόγος προτιμάται, διότι διευκολύνει την καλλιέργεια αυταπατών.
Η ηθική, ως σύστημα αξιών, έχει μόνο θεωρητικό ενδιαφέρον και αξιοποιείται για την νομιμοποίηση των προσδοκιών (π.χ. κοινωνική δικαιοσύνη), που διεγείρει στους πολίτες. Στην πράξη όμως κυριαρχεί η ηθικολογία και οι σκοπιμότητες, που υπηρετεί. Γι’ αυτό και οι πολίτες αντιμετωπίζονται ως εκλογική μάζα, δηλαδή ως καταναλωτές. Αν μάλιστα οι συνθήκες το επιβάλλουν, δεν υπάρχει δισταγμός για την πρόκληση φόβου, προκειμένου να επιτευχθούν οι πολιτικοί στόχοι.
Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πρόσφατη απόφαση των αρμόδιων υπουργών των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την μείωση της εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα από τα καινούργια αυτοκίνητα μόνο κατά 35% μέχρι το 2030. Το αποτέλεσμα βέβαια θα είναι να μην περιορισθεί η άνοδος της θερμοκρασίας στους 1,5 βαθμούς Κελσίου, σύμφωνα με την έκκληση της Παγκόσμιας Επιτροπής για το Κλίμα.
Η παγκόσμια κοινότητα υπέγραψε την Συμφωνία για το Κλίμα στο Παρίσι. Στην πράξη όμως κυριαρχεί η υποκριτική ηθικολογία με «αιχμή του δόρατος» την διατήρηση των θέσεων εργασίας στις χώρες με αυτοκινητοβιομηχανίες και δεν λέγεται, ότι αυτό συμφέρει οικονομικά τις εταιρείες, που δραστηριοποιούνται σε αυτό τον τομέα. Η βιωσιμότητα του πλανήτη έχει μόνο θεωρητική αξία.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως είναι η αδυναμία των κοινωνιών να λειτουργούν ως συλλογικά υποκείμενα και να αναλάβουν τις ευθύνες τους με στόχο την βιωσιμότητα της ανθρωπότητας και του φυσικού περιβάλλοντος.
Το πολιτικό σύστημα, όπως λειτουργεί τώρα, απλά νομιμοποιεί με ηθικολογική τεκμηρίωση (στο πλαίσιο των αποφάσεων του) οικονομικά συμφέροντα και προωθεί την αναπαραγωγή ενός μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης, το οποίο διαπερνάται από την παρακμή.
Με αυτό τον τρόπο όμως θα συσσωρεύονται τα προβλήματα, ενώ θα διευκολύνεται η ανάπτυξη του λαϊκισμού, ο οποίος κυριολεκτικά στηρίζεται στην πολιτική αξιοποίηση της συναισθηματικά φορτισμένης αντίδρασης των πολιτών στα κοινωνικά αδιέξοδα.