Το ηθικό πλεονέκτημα στην πολιτική θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι κάτι σαν τον «πρότερο έντιμο βίο» στα δικαστήρια. Όταν στα δικαστήρια αναγνωρίζεται, ως ελαφρυντικό, ο πρότερος έντιμος βίος ενός κατηγορουμένου, αυτό επισύρει μικρότερη ποινή.
Αυτό, βέβαια, σημαίνει ότι δεν αποτελεί απόδειξη αθωότητας αφού δεν αξιολογείται ο πρότερος έντιμος βίος προκειμένου να κριθεί η πιθανή ενοχή αλλά μόνον στην περίπτωση της καταδίκης, συνυπολογίζεται για το ύψος της ποινής, μόνο.
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι και ο γενικά έντιμος άνθρωπος μπορεί να διαπράξει κάποιο αδίκημα και εφόσον αυτό το διαπιστώσουμε, είμαστε πιο επιεικείς στο μέγεθος της καταδίκης του. Κάποιος με ηθικό παρελθόν ο οποίος μπορεί να διαπράξει ένα αδίκημα, μπορεί ενδεχομένως να διατηρήσει το ηθικό του πλεονέκτημα και μετά από μια καταδίκη. Όμως, το όποιο ηθικό παρελθόν, δεν αποτελεί λόγο ώστε να μην εξεταστεί μια υποψία, μια καταγγελία. Η επίκληση του ηθικού πλεονεκτήματος δεν μπορεί να λειτουργεί ως άλλοθι για την διαλεύκανση μιας πράξης. Αυτός δεν είναι λόγος να μην αναζητηθούν τα πραγματικά δεδομένα μιας πράξης ακόμα και αν αφορούν κάποιον με ηθικό (παρελθόν) πλεονέκτημα.
Το κρίσιμο σημείο εμπλοκής του ηθικού παρελθόντος (ή πλεονεκτήματος) βρίσκεται στο στάδιο που αξιολογείται η παράμετρος αυτή (ακόμα και όταν είναι απολύτως αδιαμφισβήτητο ότι υπάρχει). Στο στάδιο της αναζήτησης στοιχείων ενοχής τα όποια στοιχεία αξιολογούνται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και για τους «έντιμους» και για τους «μη έντιμους». Πρώτα, δηλαδή, αναζητούμε τα πραγματικά δεδομένα που ενδεχομένως αποδεικνύουν ενοχή, χωρίς κανένα «ηθικό φίλτρο» και μόνον αν αποφανθούμε επί αυτού μπαίνουμε στο στάδιο της προσμέτρησης της ποινής όπου νοείται η επίκληση του προτέρου εντίμου βίου.
Ο καταδικασθείς οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει (και το Δικαστήριο να δεχθεί) ότι έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Δεν αρκεί η ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου για γίνει δεκτό το ελαφρυντικό αυτό, ο καταδικασθείς οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν τον ισχυρισμό του, αλλιώς το δικαστήριο δεν πρόκειται καν να ασχοληθεί (αν δηλ. ζητήσει απλώς «να μου αναγνωριστεί το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου»). Θα πρέπει να προκύπτει ότι το συγκεκριμένο έγκλημα αποτελεί μία «παραφωνία» στη μέχρι τότε ζωή του, η οποία υπήρξε άμεμπτη, κυρίως με αναφορά σε θετικές πράξεις και όχι απλώς στην απουσία εγκληματικής δράσης.
Έτσι, για παράδειγμα, η εισαγγελέας της δίκης Τσοχατζόπουλου, ζήτησε την απόρριψη του αιτήματός του για την αναγνώριση του ελαφρυντικού του προτέρου εντίμου βίου, γιατί «Το λευκό ποινικό του μητρώο δεν αρκεί για να του αναγνωρισθεί ο πρότερος έντιμος βίος», σημείωσε η εισαγγελέας, κάνοντας λόγο για «κατ’ επίφαση έντιμο βίο».
Στην ίδια κατηγορία ελαφρυντικών κατατάσσονται και η ειλικρινής μετάνοια, η έμπρακτη μετάνοια, η ένδεια, η μεταμέλεια κ.ά.
Εμάς εδώ, όμως, μας ενδιαφέρει το «ηθικό πλεονέκτημα» στην πολιτική.
Στην πολιτική υπάρχουν δύο διαφορετικές υπο-περιπτώσεις εφαρμογής της παραπάνω οπτικής. Όταν εξετάζονται υποθέσεις που άπτονται της δικαιοσύνης η συσχέτιση είναι ευθεία, ενώ όταν δεν σχετίζονται με την δικαιοσύνη, ούτε με πιθανά αδικήματα, τότε υπάρχουν κάποιες αναλογίες με τη λογική του «πρότερου έντιμου βίου».
Με βάση, λοιπόν, την παραπάνω συλλογιστική, η επίκληση του ηθικού αυτού πλεονεκτήματος, έτσι κι αλλιώς, νοείται μόνον ως ελαφρυντικό, δεν είναι κριτήριο αθωότητας, αλλά, ενδεχομένως, ελαφρυντικό ως προς το ύψος της «ποινής» μόνο, της πολιτικής καταδίκης. Το επικαλείται μόνον ένας -ήδη- «καταδικασμένος», όχι ένας αθώος, κάποιο κόμμα όταν συλληφθεί κλέπτων οπώρας, δηλαδή όταν διαπιστωθεί το νομικά και ηθικά μεμπτό και επίκειται η «ποινή».
Για να μην αδικούμε όσους το επικαλούνται, ενίοτε έχει το νόημα του «εμείς δεν θα μπορούσαμε να το έχουμε κάνει γιατί υπήρξαμε πολιτικά ηθικοί μέχρι τώρα, κυρίως γιατί δεν κυβερνήσαμε». Όμως, παραμένει ένα πολύ ασθενές επιχείρημα και πάντα κινείται στη λάθος λογική που μπερδεύει τα αποδεικτικά αθωότητας με τα ελαφρυντικά.
Η επίκληση του ηθικού πλεονεκτήματος από κάποιο πολιτικό χώρο, εν προκειμένω «της αριστεράς», αφορά την περίοδο που αυτή, η αριστερά, δεν ήταν στην κυβέρνηση, τότε δηλαδή που εννοεί ότι είχε πολιτικά ηθική στάση, τότε που απέκτησε το πλεονέκτημα που επικαλείται. Αυτό όμως μπορεί να είναι ένα διαρκές κριτήριο αξιολόγησης και μάλιστα στη φάση που αυτή η αριστερά κυβερνά;
Τα πολιτικά εργαλεία που χρησιμοποιεί ένα κόμμα στην αντιπολίτευση συνήθως διαφέρουν από αυτά που ενδεχομένως «αναγκάζεται» να επιστρατεύσει όταν κυβερνά. Διαφορετικά, λοιπόν, ηθικά διλλήματα μπορεί να αντιμετωπίσει η αντιπολίτευση και άλλα η κυβέρνηση και άρα διαφορετικά να αντιδράσει. Η εύκολη μεταφορά από το ένα τοπίο στο άλλο είναι ιδιαίτερα προβληματική, νομίζω.
Υπάρχει εμπλοκή της ηθικής στην πολιτική;
Στον (δυτικό) πολιτισμό μας δεν ισχύουν οι καθολικότητες στη δικαιοσύνη (ούτε στη διοίκηση), Η δικαιοσύνη κρίνει πράξεις και όχι προσωπικότητες. Η δικαιοσύνη χαρακτηρίζεται από τυφλότητα και μερικότητα. Μόνο στις θρησκείες ισχύουν οι καθολικότητες, πχ. υπάρχουν «καλοί χριστιανοί», γενικά, όχι μόνο καλές ή κακές πράξεις. Όταν ηθικοποιείται η δικαιοσύνη (ή η διοίκηση) και εν ονόματι αυτών επιχειρείται η ηθικοποίηση της ασκούμενης πολιτικής, τότε βγαίνουμε από το πολιτισμικό αυτό στίγμα.
Η επίκληση του -πολιτικού- ηθικού πλεονεκτήματος από ένα κόμμα είναι ένδειξη αδυναμίας, αποτελεί ομολογία ενοχής. Αναδεικνύει έναν φόβο να κριθεί με όρους του σήμερα και αναζητά υπερασπιστικά εργαλεία από κάποιο «άμεμπτο» παρελθόν.
Το μόνο πεδίο υπεράσπισης μιας επιλογής δεν μπορεί παρά να είναι το πολιτικό, προφανώς εντός της νομιμότητας. Το ηθικό φίλτρο ή το ηθικό άλλοθι είναι «ανήθικα», ηθικό θα ήταν να κριθεί χωρίς αυτά.
Για την προσμέτρηση της -πολιτικής- ποινής προτιμότερη είναι η επίκληση των άλλων ελαφρυντικών που δέχονται και τα δικαστήρια και αυτά είναι η «ειλικρινής μετάνοια», η «έμπρακτη μετάνοια», η «μεταμέλεια» ή ακόμα και η «ένδεια» (πολιτικών επιλογών) κ.ά. -θα προσέθετα και την «μετεφηβική απειρία». Όλα αυτά είναι πολύ πιο ειλικρινή και αποτελεσματικά.
Διαφορετικά, το «ηθικό πλεονέκτημα» ισοδυναμεί με το «αγάπη μου, δεν είναι αυτό που νομίζεις».