Μια αυτονόητη αλήθεια, που οδηγεί όμως σε ένα βολικό ψέμα, είπε χθες σε τηλεοπτική του εμφάνιση ο επί των οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ κ. Ευκλείδης Τσακαλώτος. Κι έδειξε για μία ακόμα φορά πόσο αρνείται το κόμμα του να δει την πραγματικότητα και συνεχίζει να αερολογεί.
Πρώτα το αυτονόητο: Οταν όλα τα κράτη, είπε στην εκπομπή του κ. Γ. Πρετεντέρη στο Μέγκα, μειώνουν τους μισθούς για να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα, τότε στο τέλος δεν κερδίζει κανείς. Αντιθέτως μπορεί να προκαλέσουν ύφεση λόγω της μείωσης της ζήτησης.
Ποιος μπορεί να διαφωνήσει; Η ανταγωνιστικότητα είναι σχετική έννοια. Να γίνει η Ελλάδα πιο ανταγωνιστική π.χ. από τη Γερμανία ώστε να κάνει περισσότερες εξαγωγές. Αν όλοι προσπαθήσουμε να γίνουμε πιο ανταγωνιστικοί την ίδια στιγμή, δεν θα αλλάξει τίποτα και το όφελος θα είναι μηδέν. Με δύο διαφορές ωστόσο.
Πρώτον, αυτή την περίοδο δεν παίρνουν όλα τα κράτη μέτρα για αύξηση της ανταγωνιστικότητας. Στη Γερμανία για παράδειγμα τα ημερομίσθια αυξήθηκαν κατά 3,2% τον τελευταίο χρόνο, μία και πλέον μονάδα πάνω από τον πληθωρισμό.
Δεύτερον, ο λόγος που μειώνονται οι μισθοί στην Ελλάδα και στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου ήταν το ότι είχαν αυξηθεί πολύ περισσότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο την προηγούμενη δεκαετία. Δεν μιλάμε δηλαδή για αύξηση της ανταγωνιστικότητας, αλλά για αποκατάσταση.
Προφανώς όλοι θα θέλαμε να γίνουμε πιο ανταγωνιστικοί όχι με μείωση των μισθών αλλά με αύξηση της παραγωγικότητας. Κάτι τέτοιο όμως θέλει επενδύσεις και χρόνο. Προϋπόθεση για την αντιμετώπιση της κρίσης, κατά συνέπεια, ήταν η μείωση των μισθών. Αυτό μπορούσε να γίνει με δύο τρόπους. Ο πρώτος ήταν μέσω της αγοράς. Ο,τι δηλαδή γίνεται σήμερα μετά τις νομοθετικές παρεμβάσεις στις συλλογικές συμβάσεις.
Σωστά βέβαια διαμαρτυρόμαστε για τον περιορισμό των εργασιακών δικαιωμάτων. Ο μόνος τρόπος ωστόσο που θα μπορούσε κάτι τέτοιο να αποφευχθεί θα ήταν τα ίδια τα συνδικάτα να είχαν διαπραγματευτεί εγκαίρως μειώσεις -ιδίως στους κλάδους που έχουν πρόβλημα.. Κι αυτό έγινε σε ελάχιστες περιπτώσεις.
Ο άλλος τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα θα ήταν βέβαια η λύση Λαφαζάνη: έξοδος από το ευρώ. Η υποτίμηση του νομίσματος θα οδηγούσε τότε σε (πολύ μεγαλύτερη) μείωση των πραγματικών αμοιβών και μάλιστα με αυτόματο τρόπο. Οι παρενέργειες ωστόσο θα ήταν καταστροφικές για την Ελλάδα.
Και η ύφεση; Δυστυχώς δεν υπήρχε τρόπος να αποφευχθεί. Θα μπορούσε, ωστόσο, να είναι πιο ήπια αν η Γερμανία δεν είχε επιμείνει σε τόσο δραστικό περιορισμό του ελλείμματος μέσα σε δύο μόλις χρόνια Μια πολιτική που είχε μια έντονα «τιμωρητική» πλευρά.
Αν σήμερα μιλάμε για ανάπτυξη, είναι ακριβώς γιατί έχουν σε μεγάλο βαθμό αντιμετωπιστεί τόσο το ζήτημα της ανταγωνιστικότητας όσο και το περίφημο πρωτογενές έλλειμμα. Θα είναι, όμως, μια ανάπτυξη μέσα σε στενό κορσέ, με την έννοια ότι δεν μπορεί να στηρίζεται σε νέα δανεικά. Πολύ απλά γιατί κανείς δεν μας δίνει.
Για όσους το είχαν ξεχάσει, το υπενθύμισε για μία ακόμα φορά προχθές ο κ. Σόιμπλε. Είναι ο ίδιος που έως πριν από λίγους μήνες φλέρταρε, σχεδόν ανοιχτά, με την ιδέα της αποχώρησης της Ελλάδας από την Ευρωζώνη.
Το θέμα συζητήθηκε στη Συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ και η σχετική πρόταση του κ. Λαφαζάνη για οικειοθελή αποχώρηση ηττήθηκε κατά κράτος. Δεν είναι σαφές, ωστόσο, αν έγινε κατανοητό ότι μια τέτοια εξέλιξη δεν θα είναι αποτέλεσμα συνειδητής απόφασης, αλλά του αδιεξόδου που θα βρεθούμε αν κοπούν τα δανεικά.