Οι πρόσφατες εκλογές στην Ιταλία έδειξαν ότι οι Ιταλοί ψηφοφόροι απορρίπτουν την γερμανικής έμπνευσης πολιτική της δημοσιονομικής και διαρθρωτικής προσαρμογής, η οποία εφαρμόστηκε τον τελευταίο καιρό για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Η Ιταλία είναι μία μεγάλη χώρα -τρίτη μεγαλύτερη οικονομία στην Ευρωζώνη, μετά τη Γερμανία και τη Γαλλία- και η παραγωγική βάση της είναι αρκετά ισχυρή. Τα προβλήματα διεθνούς ανταγωνιστικότητας, που έχει, οφείλονται κυρίως στην υψηλή ισοτιμία του ευρώ έναντι των άλλων νομισμάτων, η οποία δυσχεραίνει τις εξαγωγές των ιταλικών προϊόντων.
Το ζήτημα της νομισματικής ισοτιμίας αποτελεί μία υπόθεση που έχει μεγάλη ιστορία. Από την ίδρυση της Ε.Ε./ ΕΟΚ το ζήτημα της ισοτιμίας των νομισμάτων των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου, και δευτερευόντως της Γαλλίας, έβρισκε κάποια λύση με τις υποτιμήσεις των νομισμάτων τους έναντι των νομισμάτων της Γερμανίας και της Ολλανδίας. Η δημιουργία του ευρώ τα τελευταία χρόνια έχει δημιουργήσει την ανάγκη προσαρμογής της ιταλικής οικονομίας, όπως και των άλλων οικονομιών της νότιας Ευρώπης, στα νέα δεδομένα, δηλαδή στην εφαρμογή αυστηρής δημοσιονομικής και εισοδηματικής πολιτικής, εφ? όσον δεν είναι πλέον δυνατές οι υποτιμήσεις των εθνικών τους νομισμάτων. Η δυσκολία της προσαρμογής αυτής στην Ιταλία, όπως και σε όλες τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, συμπεριλαμβανομένης, εν μέρει, και της Γαλλίας, οδηγεί σε ελλείμματα στον Προϋπολογισμό και στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών και συνεπώς σε συσσώρευση δημόσιου χρέους σ? αυτές τις χώρες, με αποκορύφωμα προφανώς την Ελλάδα. Η επιμονή της Γερμανίας και των βορείων συμμάχων της σε μια πολιτική που στοχεύει στην επιβολή, από τη μια πλευρά, δημοσιονομικής προσαρμογής, με μειώσεις των δημοσίων δαπανών και αύξηση των φόρων, και από την άλλη, εισοδηματικής λιτότητας, με καθήλωση ή/και μείωση των εισοδημάτων, προκειμένου να μειωθούν τα προαναφερόμενα ελλείμματα, προκαλεί ολοένα και μεγαλύτερες αντιδράσεις.
Το ερώτημα που τίθεται είναι αν η πολιτική αυτή της προσαρμογής, που επιβάλλεται από τη βόρεια στη νότια Ευρώπη και προκαλεί μείωση της οικονομικής δραστηριότητας (ύφεση) και αύξηση της ανεργίας και της φτώχειας, μπορεί να συνεχιστεί, καθώς συναντά όλο και πιο σθεναρή αντίσταση από το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών των χωρών της νότιας Ευρώπης. Είναι μάλλον προφανές ότι οι παραγωγικές και οι κοινωνικές δομές των χωρών της νότιας Ευρώπης δεν μπορούν να «αντέξουν» αυτού του είδους την επιβαλλόμενη προσαρμογή από τις βορειότερες χώρες. Φαίνεται ότι δεν είναι μόνο ζήτημα πολιτικού συστήματος των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου, δηλαδή ικανότητας της πολιτικής ηγεσίας να ακολουθήσει μια οικονομική πολιτική που επιβάλλεται ως μοναδική λύση, προκειμένου να προσαρμοστούν οι οικονομίες τους στα δεδομένα της Ευρωζώνης.
Είναι ένα πολύ βαθύτερο ζήτημα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι πολιτικές ηγεσίες των χωρών του Νότου είναι άμοιρες ευθυνών για τον εκτροχιασμό των οικονομιών τους μόλις άρχισε να εκδηλώνεται η οικονομική κρίση. Συνεπώς, πέρα από το ζήτημα της πολιτικής ηγεσίας, το ζητούμενο είναι να υπάρξει μια διαφορετική ευρωπαϊκή πολιτική που να συνυπολογίζει τις τεράστιες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές δυσκολίες προσαρμογής των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου, προκειμένου να συνεχιστεί η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης χωρίς κοινωνικές εκρήξεις.
Προφανώς, μια διαφορετική πολιτική μπορεί να στοιχίσει βραχυπρόθεσμα στις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά αύξηση του πληθωρισμού, μείωση των πλεονασμάτων στο εμπορικό ισοζύγιό τους και φορολογική επιβάρυνση, λόγω των αναγκαίων δημοσιονομικών μεταβιβάσεων προς τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Αποτελεί όμως τη μοναδική διέξοδο για να διατηρηθεί η Ευρωζώνη, από την οποία και ο ευρωπαϊκός Βορράς και ο ευρωπαϊκός Νότος αντλούν σημαντικά πολιτικά και οικονομικά οφέλη.