Ιστορική ευκαιρία για ένα «έξυπνο» κράτος

Αντιγόνη Λυμπεράκη 03 Ιαν 2021


H πανδημία έφερε παντού το κράτος στο προσκήνιο. Σε καλή εκδοχή (Νέα Ζηλανδία), αλλά και σε κακή (Βραζιλία). Και στην Ελλάδα οι ψηφιακές επιτυχίες αντισταθμίζουν τις προμνημονιακές αβελτηρίες. Το κράτος ξαναγυρίζει, φαίνεται. Ποιο κράτος, όμως;


Οι μεγάλες τάσεις υπήρχαν πριν ακόμη ξεσπάσει η πανδημία. Τις επιτάχυνε και τις έκανε περισσότερο ορατές, αλλά δεν μας μετέφερε σε «διαφορετική πίστα». Ξεθεμελίωσε ένα από καιρό προβληματικό σύστημα: ανισότητες που βάθαιναν, περιβάλλον στο χείλος του γκρεμού, καθήλωση ανάπτυξης. Καθώς η αμαξοστοιχία της ανάπτυξης κατευθυνόταν προς την περιβαλλοντική καταστροφή, βαγόνια τραντάζονταν και ξεκολλούσαν, υψώνοντας έτσι οδοφράγματα δυσανεκτικού λαϊκισμού.


Το καμπανάκι του κινδύνου είχε χτυπήσει πριν από την πανδημία. Η αναζήτηση νέων ισορροπιών μεταξύ κράτους και αγοράς, μεταξύ τοπικού και παγκόσμιου, μεταξύ κρατών και Ευρωπαϊκής Ενωσης, ήταν ήδη σε εξέλιξη. Γνωρίζαμε ότι χρειάζονται νέοι τρόποι ώστε η ευημερία να συμπεριλαμβάνει όλους και όλες σε έναν κόσμο που αξίζει να παραδώσουμε στα παιδιά μας. Υποψιαζόμαστε και τον κίνδυνο της αδράνειας. Προσαρμογές είχαν αρχίσει στις δημόσιες δαπάνες, στον ρόλο των κεντρικών τραπεζών, στον ρόλο του κράτους στην οικονομία, της Ευρωπαϊκής Ενωσης στις ζωές μας.


Η πανδημία, λοιπόν, μας βρήκε ευπαθείς τόσο από κοινωνική όσο και από περιβαλλοντική άποψη. Υπογράμμισε όχι το πόσα είχαν γίνει, όσο το πόσα απομένουν – κυρίως στα δύσκολα και βασικά.

Πράγματι, όταν χτύπησε το πρώτο κύμα, δρομολογήθηκαν γρήγορα αλλαγές που παλιότερα θα ήθελαν ίσως δεκαετίες. Τα κράτη με ριζικές παρεμβάσεις ανέλαβαν κινδύνους για λογαριασμό των εργαζομένων και των επιχειρήσεων. Αλλά, όσα είναι προφανή σε μια κατάσταση συναγερμού, θα παραμείνουν έτσι και μετά την επιστροφή στην καθημερινότητα; Τι ακολουθεί μετά το «Τους ζυγούς λύσατε» του εμβολίου;


Αν και υπάρχει συμφωνία ότι το μέλλον δεν θα είναι όπως το προπανδημικό χθες, υπάρχει ακόμα μεγάλη αβεβαιότητα τόσο για το πώς θα είναι όσο και για το τι πρέπει να γίνει.


Η «δειλή» επιλογή είναι μερεμέτια οριακού εξωραϊσμού της αμαξοστοιχίας. Να προσποιηθούμε ότι επιστρέφουμε στην κανονικότητα. Να σπρώξουμε κάτω από το χαλί μεγάλα θέματα, ελπίζοντας να μην τα βρούμε ξανά μπροστά μας.


Η τολμηρή επιλογή είναι να χρησιμοποιήσουμε όσα μας έμαθε αυτή η αναστάτωση για να διαμορφώσουμε ένα οικονομικό σύστημα που χτίζει ευημερία χωρίς αποκλεισμούς. Η αντίδραση στα μεγάλα θέματα της τεχνολογίας, η αντίσταση στις φυγόκεντρες τάσεις στην αγορά εργασίας και η υπεράσπιση περιβαλλοντικής βιωσιμότητας απαιτούν στιβαρή στρατηγική καθοδήγηση. Για τα μεγάλα θέματα και τις μεγάλες επιλογές χρειαζόμαστε ένα κράτος με ευφυΐα, ικανό να αναμετρηθεί με τις παλιές και τις νέες ανισότητες. Ενα κράτος με ενσυναίσθηση, που φροντίζει ώστε όλοι και όλες να συμμετέχουν στο ταξίδι προς την οικονομική ευημερία.


Μπορεί το σημερινό κράτος να σταθεί στο ύψος τέτοιων απαιτήσεων; Εχουμε εμπιστοσύνη ότι δεν θα ξαναθυμηθεί τον δυσκίνητο, αδιάφορο, ανίκανο και ιδιοτελή εαυτό του;


Ενα είναι σίγουρο: δεν θέλουμε μεγαλύτερη δόση από το ίδιο κράτος. Εως τώρα, το αφήγημα ήταν δεδομένο, οι βασικές πλευρές γνωστές και έτσι το κράτος χρειαζόταν να παρεμβαίνει μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις επικουρικού χαρακτήρα. Θεωρούσε δεδομένους τους όρους του παιχνιδιού, επαναπαυόταν σε γνωστές χαράξεις. Ετσι αισθανόταν εκείνο ελεύθερο (στην καλή περίπτωση) να μοιράζει εφεδρικά μερίσματα ευημερίας. Στην κακή, το ίδιο γινόταν πελατειακό λάφυρο κομματικού ακτιβισμού.


Μετά την πανδημία, το κράτος θα πρέπει να παρεμβαίνει δημιουργικά για να αλλάζει τις στοχεύσεις και να εξασφαλίζει ότι κανείς δεν μένει εκτός. Πρέπει να διαμορφώνει τους κανόνες του παιχνιδιού και να δημιουργεί ευκαιρίες ζωής. Να διακρίνει λύσεις εξασκώντας τόσο λογική όσο και συναισθηματική νοημοσύνη. Πρέπει να συνεργάζεται με την κοινωνία πολιτών για να ξεπεράσει τις παιδικές αγκυλώσεις της γραφειοκρατίας.


Για παράδειγμα, η κοινωνική πολιτική διαμορφώθηκε σε μια ομοιογενή κοινωνία με στέρεες δομές. Στην Ελλάδα εύκολα κατέληξε εξάρτημα του πελατειακού κράτους. Τώρα όμως, και περισσότερο μετά την πανδημία, καλείται να εντάξει ανθρώπους που αλλιώς θα έμεναν εκτός – νέους ανέργους, μετανάστες, γυναίκες, νέους γονείς, ηλικιωμένους. Ο ρόλος της είναι, πλέον, ενεργητικός: να εντοπίζει κενά, να πειραματίζεται, να υλοποιεί παρεμβάσεις. Η κοινωνική προστασία δεν είναι πυρόσβεση –λεφτά σε γνώριμα και γνώριμους–, αλλά αναζήτηση – νέες δράσεις για νέους αποδέκτες. Το κρίσιμο δεν είναι τόσο τα χρήματα, αλλά οι ιδέες, οι οποίες προκύπτουν από ζύμωση με την ενεργό κοινωνία: η ποιότητα και όχι η ποσότητα.


Το αν τελικά το κράτος –στην Ελλάδα και στην Ευρώπη– θα προσαρμοστεί, είναι μια άλλη συζήτηση. Θα επαναπαυτεί στη μεταπανδημική ευφορία ή θα συνειδητοποιήσει ότι η αδράνεια είναι καταδίκη;

Για τους πολίτες, η προσαρμογή δεν ήταν επιλογή, αλλά αδήριτη ανάγκη. Οπως εμείς προσαρμοζόμαστε σε νέους τρόπους εργασίας, κατανάλωσης, μάθησης και συναναστροφών, έτσι και το κράτος οφείλει να κάνει την ίδια, τουλάχιστον, προσπάθεια.


Πηγή: www.kathimerini.gr