Ιστορίες διπλωματικής απειρίας

Θάνος Ντόκος 08 Απρ 2015

Δεν θα είχε ιδιαίτερο νόημα να κατηγορηθεί η σημερινή κυβέρνηση για διπλωματική απειρία και περιορισμένη κατανόηση του διεθνούς περιβάλλοντος. Ηταν προφανώς κάτι αναμενόμενο από αξιωματούχους και σχολιαστές, εντός και εκτός συνόρων, ενώ φαίνεται να υπάρχει μια σχετική κατανόηση, ίσως δε και βραχυπρόθεσμη ανοχή. Η κακοφωνία άλλωστε χαρακτηρίζει και μεγάλες χώρες της Ε.Ε., με μακροχρόνια πολιτική και διεθνή εμπειρία. Ομως οι ευθύνες της κυβέρνησης αρχίζουν να γίνονται σημαντικές από τη στιγμή που, ενώ γίνεται εμφανής η έλλειψη συντονισμού, επισημαίνονται τα προβλήματα και συνειδητοποιούνται οι δυσλειτουργίες, δεν εξάγονται τα απαραίτητα συμπεράσματα, ούτε γίνονται διορθωτικές κινήσεις. Υπάρχουν, δυστυχώς, αρκετά περιστατικά έλλειψης συντονισμού που πλήττουν την εικόνα τόσο της κυβέρνησης, όσο και της χώρας, που συνεχίζει να δίδει την εντύπωση προβληματικού μέλους των ευρωπαϊκών θεσμών.

Ο τομέας της ενεργειακής διπλωματίας –αρμοδιότητα, κατά πρώτο λόγο, του υπουργείου Εξωτερικών– φαίνεται ότι προσφέρεται για παρεμβάσεις άλλων κυβερνητικών παραγόντων, με άμεση ή και καθόλου αρμοδιότητα επί του αντικειμένου. Πέραν της σημαντικής απόκλισης μεταξύ επιστημονικών δεδομένων και ευρημάτων από τη μια και προσδοκιών από την άλλη –τάση που ενισχύθηκε κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης–, διαφαίνεται και μια αδυναμία κατανόησης των διεθνών πρακτικών για την εκμετάλλευση υδρογονανθράκων. Οι επιθυμίες και πιέσεις των κυβερνήσεων επί των εταιρειών έχουν περιορισμένη αξία, αν δεν εκπληρούνται ορισμένες οικονομικές προϋποθέσεις. Χαρακτηριστικά παραδείγματα η μεγάλη καθυστέρηση στην κατασκευή του πετρελαιαγωγού Μπακού-Τσεϊχάν, παρά την ενθουσιώδη υποστήριξη της αμερικανικής κυβέρνησης, και η μη υλοποίηση του αγωγού φυσικού αερίου Nabucco, παρά την ισχυρή στήριξη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Επιπλέον, η εικόνα ασυνεννοησίας, καθώς ένας υπουργός προσφέρει την εκμετάλλευση των –όποιων– αποθεμάτων στις ΗΠΑ και ένας άλλος προσπαθεί να βάλει στο παιγνίδι τη Ρωσία, μάλλον δεν βοηθά την αξιοπιστία της χώρας. Θα μπορούσαν, επίσης, να είχαν αποφευχθεί ορισμένες φραστικές υπερβολές περί δορυφόρων και ενεργειακής υποταγής, καθώς και η άνευ επιφυλάξεων υποστήριξη προς τον προτεινόμενο αγωγό Turkish Stream (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η συγκεκριμένη ιδέα δεν θα μπορούσε να έχει σημαντικά δυνητικά οφέλη για την Ελλάδα).

Στη σωστή κατεύθυνση είναι οι τελευταίες κινήσεις προς την Κίνα, αλλά αν συνεχιστούν οι διαφωνίες στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, κινδυνεύει η κυβέρνηση να θεωρηθεί στα κινεζικά μάτια μειωμένης ικανότητας να υλοποιήσει τα συμφωνηθέντα. Τέλος, η εξελισσόμενη στρατηγική συνεργασία με το Ισραήλ είναι πολύ σημαντική για τα ελληνικά συμφέροντα, όμως ας μη θεωρήσουμε ότι υπάρχει περίπτωση να εμπλακεί το Ισραήλ σε πολεμική αναμέτρηση με την Τουρκία υπέρ Ελλάδας και Κύπρου. Κάποια από τα ανωτέρω προβλήματα οφείλονται σε πολιτική και διπλωματική απειρία και μπορούν να διορθωθούν, ενώ για τα «δομικής φύσης» προβλήματα η θεραπεία είναι πολύ δυσκολότερη. Αν η κυβέρνηση θέλει να αυξήσει τη «διεθνή χρησιμότητά της», ας εξετάσει π.χ. την ανάγκη για διακριτικές επαφές μεταξύ Ιράν και Ισραήλ ως αποτέλεσμα της πρόσφατης συμφωνίας μεταξύ Ιράν και διεθνούς κοινότητας.