Ιστορία 1η: Λονδίνο, Οκτώβριος 2013. Το αυτοκίνητο της πρώην υπουργού των ΗΠΑ Χίλαρι Κλίντον, η οποία εκείνη τη στιγμή βρισκόταν σε εκδήλωση προκειμένου να λάβει κάποιο βραβείο, ήταν παρκαρισμένο παράνομα. Αν και οι σωματοφύλακες της Αμερικανίδας πολιτικού προσπάθησαν να σταματήσουν τον τροχονόμο και τον απείλησαν, εκείνος απτόητος της έκοψε κλήση που την υποχρεώνει να πληρώσει πρόστιμο 80 λιρών.
Ιστορία 2η: Αθήνα, Ιανουάριος 2012. Ο πρώην υπουργός Κίμων Κουλούρης πέρασε με κόκκινο. Αστυνομικοί τον σταματάνε, αλλά εκείνος επιταχύνει. Κάποτε τον φτάνουν και του ζητούν τα στοιχεία του. Εκείνος, που δεν είχε μαζί του ούτε ταυτότητα, ούτε ασφάλεια, ούτε καν δίπλωμα (είχε λήξει) άρχισε τα «ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;». Σε έξαλλη κατάσταση, έβαλε πρώτη για να φύγει, παρασέρνοντας έναν αστυνομικό, 25χρονο παιδί, που τον τραυμάτισε στα πόδια. Ο αστυνομικός διεκομίσθη με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο, ενώ ο κ. Κουλούρης, μετά την κατάθεσή του, αφέθηκε ελεύθερος. Πρόκειται για μία από τις πιο έκδηλες μορφές μιας αβυσσαλέας πολιτισμικής διαφοράς. Ας δούμε μερικές μόνο άμεσες συνέπειές της: Στην πρώτη περίπτωση μιλάμε για ένα κράτος δικαίου. Στη δεύτερη περίπτωση, για ένα κράτος αυθαιρεσίας, είτε δεξιό είτε αριστερό, όπου π.χ. συνεχίζονται απεργίες κηρυγμένες παράνομες από το δικαστήριο. Στην πρώτη περίπτωση, το κράτος εμπνέει εμπιστοσύνη στον πολίτη, που πείθεται ότι οι φόροι που πληρώνει δεν πάνε σε πρόωρες συντάξεις ή σε υπεράριθμους διορισμούς, αλλά σε ανταποδοτικές δαπάνες, για την ποιότητα ζωής του. Ετσι, η φοροδιαφυγή αποκηρύσσεται κοινωνικά και συνεπώς μειώνεται. Στη δεύτερη περίπτωση, ο πολίτης θεωρεί το κράτος αντίπαλό του. Είναι σίγουρος ότι οι φόροι που πληρώνει διοχετεύονται σε ημέτερους με τον ίδιο αυθαίρετο, αυταρχικό και φαύλο τρόπο με αυτόν που λειτούργησε ο υπουργός απέναντι στα όργανα που έκαναν το καθήκον τους. Συνεπώς, δεν αντιμετωπίζει τον φόρο ως μέσον ανταπόδοσης υπηρεσιών, αλλά ως χαράτσι που όσο μπορούμε πρέπει να το αποφεύγουμε. Ετσι, νομιμοποιείται ηθικά η φοροδιαφυγή: «Είναι κλέφτες. Ας τους κλέψω κι εγώ όσο μπορώ».
Στην πρώτη περίπτωση, ο επενδυτής έχει εμπιστοσύνη ότι αύριο το κράτος δεν θα βάλει χέρι με αυθαίρετα μέτρα στην επένδυσή του. Συνεπώς ενθαρρύνονται οι επενδύσεις και η ανάπτυξη. Στη δεύτερη περίπτωση η αυθαιρεσία φοβίζει και επενδύσεις δεν γίνονται. Η κοινωνία βυθίζεται στη φτώχεια.
Στην πρώτη περίπτωση, οι πολίτες μαθαίνουν να σέβονται τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας. Στη δεύτερη περίπτωση, η Ελλάδα κατακτά την πρώτη θέση στην Ευρώπη σε θανάτους από τροχαία «δυστυχήματα». Επιπλέον, όσα όργανα του Δημοσίου ενεργούν σύμφωνα με τους κανονισμούς και με τη συνείδησή τους, βρίσκονται μπλεγμένα με τον κάθε κ. Κουλούρη. Και προκειμένου να διατηρήσουν τη θέση τους και την ψυχική τους ηρεμία ωθούνται στη φαυλότητα και τη δουλοπρέπεια. Είναι η εικόνα μιας μίζερης κλειστής κοινωνίας. Σαν εκείνη που ζήσαμε στην προχθεσινή συζήτηση της πρότασης μομφής.