Ίσως ο Λυκούδης

Αγγελική Σπανού 12 Σεπ 2016

«Απερίσπαστοι επιδοθήκαμε να βγάλουμε                                                                                                      τα δικά μας τα μάτια, ο ένας τ’ αλλουνού,                                                                                                         με ρίγη ιερής συγκίνησης στην καρδιά»,                                                                                                                   Αλέξανδρος Κοτζιάς.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο χώρος της κεντροαριστεράς ρημάζεται από ισχυρούς, μικρούς ναρκισσισμούς. Τα υπερχειλίζοντα “εγώ” των πρωταγωνιστών έχουν προκαλέσει κατακερματισμό και ατέρμονες εντάσεις που συχνά εκφράζονται με ξεσκίσματα κορυφής.

Φώφη προς Σταύρο: “Η κεντροαριστερά χρειάζεται μπέσα”.

Σταύρος προς Φώφη: Η κα Γεννηματά ήταν υπουργός της δεξιάς, όχι εγώ”.

Οι περισσότεροι απ όσους ξέρουν πρόσωπα και πράγματα στον ενδιάμεσο χώρο είχαν προεξοφλήσει ότι η προσπάθεια σύμπλευσης ΠΑΣΟΚ-Ποταμιού δεν θα ευδοκιμήσει γιατί δεν υπάρχει η βασική εμπιστοσύνη μεταξύ των ηγεσιών, ούτε κοινές επιδιώξεις. Το ναυάγιο ήρθε νωρίτερα από το αναμενόμενο και με έναν τρόπο ακόμη πιο απογοητευτικό απ όσα είχαμε συνηθίσει στις προηγούμενες αποτυχημένες απόπειρες για την ενότητα των προοδευτικών, μεταρρυθμιστικών δυνάμεων.

Δεν υπάρχει κοινό έξω από τον στενό επαγγελματικό κύκλο του κέντρου για να παρακολουθήσει τους καβγάδες του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού, έτσι το έργο παίζεται για την εκτόνωση των ίδιων των συντελεστών, αφού η πλατεία είναι άδεια.

Η ζημιά που γίνεται είναι μεγάλη, αφού απαξιώνεται η ήδη κακοποιημένη έννοια της συστράτευσης των κινήσεων της σοσιαλδημοκρατίας και του φιελελεύθερου κέντρου, ενώ κουράζονται οι ήδη κουρασμένοι πολίτες που ενδιαφέρονται για την υπόθεση. Όχι μόνο αυτό αλλά υπονομεύεται κάθε επόμενη προσπάθεια όπως συμβαίνει όταν μια κατάσταση αποκτά χαρακτηριστικά γελοιότητας και γραφικότητας.

Όμως, η απλή αποδοχή της αποτυχίας έχει ως αποτέλεσμα μόνο την ενίσχυση του δικομματισμού ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ και της δυναμικής της αποχής, την όξυνση της πόλωσης και του διχασμού, την αποδυνάμωση του ενδιάμεσου – πολιτικά, κοινωνικά, ψυχικά.

Έτσι όπως έχουν έρθει τα πράγματα, ο πύχης είναι πολύ χαμηλά, οι προσδοκίες περιορίζονται, και το μόνο που μένει είναι να συγκροτηθεί ένας πολιτικός φορέας που δεν θα ντρέπεται να τον ψηφίσει ένας προοδευτικός πολίτης που θέλει τον εκσυγχρονισμό της χώρας, πιστεύει στις μεταρρυθμίσεις και τη μετριοπάθεια, δεν βρίζει και δεν φτύνει τον αντίπαλο, δεν θέλει να σπρώξει ούτε να δείρει, θέλει να δει προκοπή, αλλαγή και ανατροπή του πελατειακού-παρασιτικού μοντέλου της ελληνικής χρεοκοπίας.

Και για να συμβεί αυτό χρειάζεται να μπει μπροστά ένα πρόσωπο που δεν βαρύνεται με αμαρτίες εξουσίας του παρελθόντος, δεν έχει κυλιστεί στη λάσπη της κομματικής και κοινοβουλευτικής ευτέλειας, δεν ουρλιάζει και δεν χτυπιέται για να πείσει, δίνει προτεραιότητα στη σκέψη αντί της πόζας, λέει αυτό που πιστεύει και πιστεύει αυτό που λέει, έχει άποψη για τον τρόπο εξόδου της χώρας από το τέλμα, συναισθάνεται τις αγωνίες των κάτω, μπορεί να συνομιλήσει με διαφορετικά ακροατήρια, να συνθέσει και να ενώσει, έχει εμπιστοσύνη στους ανθρώπους και δεν έχει βεβαιότητες – γηράσκει αναθεωρών, όπως το έχει πει ο Μανώλης Αναγνωστάκης.

Είναι ένας πολιτικός που δεν μας έχει προσβάλει πέφτοντας χαμηλά, που κρατιέται μακριά από τις διαδρομές της αγέλης και μπορεί να συγκινήσει με αυτά που λέει και εκείνα που δεν λέει.

Ο ίδιος ο Σπύρος Λυκούδης επικαλείται τον Τάσο Λειβαδίτη για να μιλήσει για τον εαυτό του:
Όσο για μένα, έμεινα πάντα ένας πλανόδιος πωλητής αλλοτινών πραγμάτων,
αλλά… αλλά ποιος σήμερα ν’ αγοράσει ομπρέλες από αρχαίους κατακλυσμούς”.

Υπάρχει κοινό για την πραμάτεια του Λυκούδη, όχι μεγάλο αλλά ικανό για να δώσει υπόσταση σε μια πολιτική πρωτοβουλία που θα ξεχωρίσει για την αισθητική και την ηθική της, για ό,τι κάποτε σηματοδοτούσε την υπεροχή της ανανεωτικής αριστεράς ως τρόπου σκέψης.