Η άνανδρη δολοφονική επίθεση εναντίον των Γ. Φουντούλη και Μ. Καπελώνη έξω από τα γραφεία της Χρυσής Αυγής στο Ν. Ηράκλειο επανέφερε, με τραγικό τρόπο, στο προσκήνιο το φαύλο κύκλο του αίματος στον οποίο κινδυνεύει να εγκλωβισθεί η ελληνική κοινωνία. Οι δράστες του στυγερού αυτού εγκλήματος επιδιώκουν να συστοιχίσουν νεκρούς, τους δύο νεαρούς χρυσαυγίτες, από τη μία πλευρά και τον Π. Φύσσα από την άλλη, να επιβεβαιώσουν ότι η βία γεννάει βία και να προκαλέσουν περισσότερο τρόμο σε μία ήδη ανασφαλή κοινωνία. Στόχος τους δεν είναι άλλος από την πολιτική αποσταθεροποίηση και τον κοινωνικό εκφοβισμό, δύο «όπλα» που μεταχειρίζονται οι εχθροί της Δημοκρατίας, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης για να πλήξουν τις λειτουργίες και τους θεσμούς της.
Μετά τις δύο δολοφονίες, πολλοί αναλυτές αναφέρθηκαν σε επανεμφάνιση της νέο-τρομοκρατίας. Θα θυμίσω ότι η δράση των εξτρεμιστικών οργανώσεων από τη μεταπολίτευση και μετά διαγράφει κύκλους και διεκδικεί, συχνά με αιματηρό τρόπο, «παρέμβαση» στην πολιτική πραγματικότητα. Δεν είναι «νέα» η παλιά» η τρομοκρατία, όσο και αν αυτός ο διαχωρισμός υποδηλώνει διαδοχικές ιστορικές περιόδους. Αντιστοιχεί σε ένα «εξτρεμιστικό διαρκές», στο οποίο οι μέθοδοι, η επιχειρησιακή ικανότητα, τα σχέδια, οι στοχεύσεις των ποικιλώνυμων νέων ή παλαιότερων οργανώσεων εξελίσσονται ανάλογα με τη συγκυρία, την τεχνολογία του εγκλήματος και τη φονική ιδιοποίηση από τους δράστες της πολιτικής ζωής του τόπου. Οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι η διαρκής παρουσία τέτοιων οργανώσεων από τη μεταπολίτευση και μετά, με τις όποιες μεταλλάξεις και αλληλοδιάδοχες διασπάσεις, σιγήσεις και ανασυγκροτήσεις, «ακουμπά» τόσο στην ατελή λειτουργία του πολιτικού συστήματος όσο και στην ελλειμματική ή αμήχανη αντίδραση της ελληνικής κοινωνίας. Η κοινωνία σίγουρα δεν ανέχεται τέτοιες μορφές βίας, αλλά δεν αντιδρά συλλογικά. Η Πολιτεία από την πλευρά της δρα εναντίον της τρομοκρατίας, αλλά το πολιτικό σύστημα αρκείται κάθε φορά σε εκφράσεις αποτροπιασμού και καταδίκης, χωρίς να τολμά να αναδείξει με την ίδια ομοθυμία τα αίτια και τις διαστάσεις του φαινομένου. Στο ερώτημα δε, αν ορισμένα χαρακτηριστικά αυτής ή άλλης εξτρεμιστικής επίθεσης διαφέρουν, η απάντηση είναι καταφατική και αυτονόητη.
Στην τελευταία δολοφονική επίθεση, πέραν του στοιχείου του αιφνιδιασμού, είναι ευδιάκριτος ο φονικός «επαγγελματισμός» των δραστών, είναι διαγνώσιμη η οργανωτική τους επάρκεια με τη χρονομετρημένη επιχειρησιακή εμπλοκή και απεμπλοκή, τον έλεγχο του περιβάλλοντος χώρου, την παρουσία πολλαπλών κλιμακίων κάλυψης των αυτουργών και την οργάνωση ασφαλούς τρόπου διαφυγής. Ο ίδιος φονικός «επαγγελματισμός» παραπέμπει στην ύπαρξη συγκοινωνούντων δοχείων μεταξύ οργανώσεων του πολιτικού εξτρεμισμού και των οργανωμένων εγκληματικών ομάδων, όπου η χρήση του «ποινικού» εκτελεστικού βραχίονα υπακούει στα σχέδια και υπηρετεί τα κίνητρα του «πολιτικού» εγκλήματος. Τα χαρακτηριστικά αυτά επαναλαμβάνονται, με μεταβαλλόμενη κλίμακα στη βιαιότητα και στο δολοφονικό μένος, όπως έγινε, στο τελευταίο περιστατικό, με την πρωτοφανή χρήση χαριστικής βολής. Ο συμβολισμός της ακραίας βίας επιδιώκει να τρομοκρατήσει την κοινωνία και να καταγράψει μία επίδειξη ισχύος απέναντι στο κράτος και τους θεσμούς του, προβάλλοντας το αδιέξοδο μίσος των αυτόκλητων «τιμωρών» ως καθαρτήρια λύση στα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα.
Η οποιαδήποτε ρητορική αυτής της βίας και ο προκαλούμενος φόβος δεν πρέπει να βρουν τον παραμικρό χώρο ανοχής στην όντως ατελή και ρηγματομένη Δημοκρατία μας. Η απομόνωσή τους και η απαξίωσή τους προϋποθέτουν ότι αυτή τη φορά το πολιτικό σύστημα θα ενώσει την κοινωνία, η οποία τελικά θα μπορέσει να εκφράσει συλλογικά την αντίδρασή της απέναντι στους εχθρούς της. Η ήττα της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής και των ιδεών της δεν θα περάσει από το συμψηφισμό του αίματος, αλλά από τη θωράκιση της Δημοκρατίας και της κοινωνίας.