Ήρθε η ώρα;

Λυκούργος Λιαρόπουλος 27 Νοε 2017

Είναι αρκετά τα πρόδρομα στοιχεία που δείχνουν πως είμαστε κοντά στο σημείο καμπής. Στο σημείο όπου η παραφροσύνη που ζούμε θα αντικατασταθεί από μια «λογική πραγματικότητα». Παραφροσύνη είναι μία «Αριστερή» Κυβέρνηση που ξαφνικά, κατακτώντας την Εξουσία, ανακάλυψε τις χάρες του Καπιταλισμού. Τρελό, γιατί ακόμη και αν, ξαφνικά, θέλει να διατηρήσει το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου της, η Αριστερά δεν ξέρει πώς. Ποτέ και πουθενά, η Αριστερά δεν ήξερε πώς να παράγει πλούτο.

Η επιστροφή στη «λογική πραγματικότητα» είναι να γυρίσει η εξουσία εκεί όπου ανήκει στο περιβάλλον που της είναι γνώριμο και ξέρει πως τη λατρεύουν. Η Εξουσία είναι μία άστατη καπριτσιόζα κυρία που μπορεί να παίζει από εδώ και από εκεί, αλλά «ανήκει» μόνο στο Χρήμα και, μάλιστα, στο Μεγάλο Χρήμα. Ιστορικά, στην Ελλάδα, Χρήμα και Εξουσία πήγαιναν μαζί. Η πολιτική τάξη, διαχειριστής μόνο, της εξουσίας στην Ελλάδα, ποτέ δεν ήταν καβάλα. Ήταν το άλογο που κάλπαζε ή βάδιζε με αναβάτη το Μεγάλο Πορτοφόλι.

Η μόνη φορά που διεθνώς, αλλά και στην Ελλάδα, αυτή η συμβιωτική σχέση Χρήματος και Εξουσίας διαταράχτηκε ήταν σε πολύ μεγάλες εθνικές και διεθνείς κρίσεις και Πολέμους. Τότε το Χρήμα χρειάστηκε τη συγκατάθεση, έστω την ανοχή και τη συμβολή, των μαζών, με αντίτιμο και παραχώρηση Δημοκρατίας και του Κοινωνικού Κράτους. Οι αλλαγές αυτές κράτησαν λίγο, λιγότερο από 50 χρόνια. Στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ και παντού, το χρήμα πάλι κυριαρχεί και η συγκέντρωση πλούτου στο 1% του πληθυσμού φτάνει σε πρωτοφανή νούμερα. Η Δημοκρατία τώρα, ας πούμε στις ΗΠΑ, αγοράζεται δεν εκλέγεται.

Το ίδιο και στην Ελλάδα, ειδικά με την τελευταία Κρίση. Εδώ, μάλιστα, φτάσαμε στο παράδοξο το Μεγάλο Χρήμα να στηρίζει, κρυφά βέβαια μία Κυβέρνηση ακραία αριστερή, η ρητορική και μόνο της οποίας, αλλά και η προϊστορία της, θα έπρεπε να κάνει τους χρηματοδότες και κρυφούς υποστηρικτές να «ανατριχιάζουν». Αν σκεφτούμε ότι οι εννέα στους δέκα από τα Μεγάλα Πορτοφόλια του 2010- 2014 ήταν από φοροφυγάδες ως λαθρέμποροι, προκύπτει το ερώτημα, γιατί «στήριξαν» μία Αριστερή κυβέρνηση που, λογικά, θα τους κυνηγούσε;;;

Η απάντηση προφανώς είναι ότι, κατόπιν κρυφών συνεννοήσεων με τους «πολιτικούς υπαλλήλους» του Μεγάλου Χρήματος η «νέα Κυβέρνηση» διαβεβαίωσε πως όχι μόνο δεν θα τους κυνηγούσε, αλλά και πως ότι θα έκανε μόνη της, με τη βοήθεια του εξωτερικού παράγοντα, την απαραίτητη εσωτερική υποτίμηση, που το Μεγάλο Χρήμα επιθυμούσε. Αυτό, μάλιστα σε πολύ μεγαλύτερο βάθος από ότι, ας πούμε, η Κυβέρνηση Σαμαρά τότε. Η Κυβέρνηση Σαμαρά, εκπρόσωπος μίας πολυπληθέστερης Αστική Τάξης, δεν ήθελε και δεν επεδίωκε τη συντριβή της μέσης τάξης και την φτωχοποίηση της κοινωνίας. Πράγματι, αν το 2015 είχαμε βγει στο ξέφωτο, τα ημερομίσθια και οι τιμές γενικά δεν θα ήταν εκεί που βρίσκονται σήμερα. Ήταν το «Μεγάλο Χρήμα», λοιπόν, που ήθελε βαθιά υποτίμηση των αξιών χωρίς φασαρία.

Σε αντίθεση με αυτά που ισχύουν σε άλλες, κυρίως μεγάλες, χώρες με πληρέστερες δημοκρατίες και θεσμική συγκρότηση, στην Ελλάδα μεγάλες «Οικογένειες» και Δυναστείες του χρήματος δεν υπάρχουν. Ελάχιστοι επιβίωσαν με τους πολέμους και τις καταστροφές που αφθονούν στην ιστορία μας και, γενικά, τα «μεγέθη» μας δεν ευνοούν τέτοιες καταστάσεις, με εξαίρεση τη Ναυτιλία. Το ότι η Ναυτιλία, άλλωστε, λίγη σχέση θέλει να έχει με τα «πολιτικά μας» δεν είναι τυχαίο. Οι υπόλοιποι, αυτό που καταχρηστικά λέμε Μεγάλο Χρήμα είναι κλασσικές υποθέσεις κρατικοδίαιτου ληστρικού καπιταλισμού που έθρεψαν οι κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ.

Η διεθνής χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση σε εμάς αποκάλυψε και τη χειρότερη  δημοσιονομική κρίση. Αυτό επέβαλε μία «θεραπεία» που, αναπόφευκτα θα κατέληγε σε εσωτερική υποτίμηση μέσω των Μνημονίων που, αναγκαστικά, συνόδευσαν τη διεθνή βοήθεια. Η εσωτερική αυτή υποτίμηση αξιών και εισοδημάτων δύσκολα θα ήταν πολιτικά αναίμακτη. Θα ήταν, όμως, εξόχως επικερδής για όσους μπορούσαν να αγοράσουν «στον πάτο», δηλαδή αυτούς που «έβγαλαν χρήμα έξω» για να αγοράσουν μετά. Οι συνηθισμένες κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης, όπως του Παπανδρέου και του Σαμαρά, δεν μπορούσαν να κάνουν την υποτίμηση. Αυτό μόνο ο κ. Τσίπρας, με το «στρατό του δεν πληρώνω», τους Ρουβίκωνες και τους «μπαχαλάκηδες» εξασφάλιζε, φυσικά με το «αζημίωτο». Μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ μπορούσε να «κλείσει τις Τράπεζες» χωρίς να ανοίξει μύτη. Και μόνο λίγοι ήξεραν και μπορούσαν να βγάλουν χρήμα έξω για να το «αξιοποιήσουν» μετά.

Την μετάβαση της Εξουσίας στο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν διευκόλυνε, αν δεν εξασφάλισε, το Μεγάλο Χρήμα. Η ανοχή αυτών που υπογείως, στο παρασκήνιο, αλλά και στο εξωτερικό, κινούν νήματα, διακινούν χρήμα, κινητοποιούν μέσα επιρροής και διαμορφώνουν «κλίμα» ήταν απαραίτητη για να συντηρήσει την ανοχή της κοινωνίας, αλλά και του κρίσιμου, τότε, εξωτερικού παράγοντα. Όταν ο Σόιμπλε, ο Γιούνκερ και η κα Μέρκελ «προτίμησαν» Τσίπρα, είχαν «πληροφορίες» όχι από το καφενείο στα Πετράλωνα, αλλά από τις Πρεσβείες και τα Μέσα που «μιλούσαν» με την «Κοινωνία» στα Αθηναϊκά σαλόνια όπου σύχναζε το Μεγάλο Χρήμα.  Διαμορφώθηκε έτσι ένα παίγνιο θετικού αθροίσματος για αυτούς αλλά και για τον κ. Τσίπρα, τον «εργολάβο» της κατεδάφισης μίας Κοινωνίας.

Το αντίτιμο, ως τώρα, για τον κ. Τσίπρα και την παρέα του ήταν τέσσερα χρόνια εξουσίας με ότι αυτό συνεπάγεται, και άλλα τόσα και ίσως περισσότερα, περαιτέρω πολιτικής παρουσίας, με όποια μορφή αντέξουν, αυτοί και η κοινωνία. Άλλωστε, πού θα τα έβρισκε όλα αυτά ένα «τσούρμο» του 3% και ένας αδίστακτος, αλλά πολύ ικανός νέος γαλουχημένος στην Ελληνική αριστερή πολιτική;;Η συνέχεια παίζεται τώρα και η αυλαία σηκώθηκε, τί ειρωνεία της τύχης, πάλι στο Πεντάγωνο. Αυτή τη φορά, όμως, αναίμακτα και, μάλλον, λυτρωτικά. Πάλι, όμως, το Μεγάλο Χρήμα φαίνεται πως θα διευκολύνει τις εξελίξεις.