Έχοντας ήδη διανύσει το πρώτο έβδομο του 21ου αιώνα, ενταγμένη στην Ευρώπη και στην πρώτη διεθνή κατηγορία κατά κεφαλήν εισοδήματος, η κοινωνία μας δυσκολεύεται ν’ αντιληφθεί την πραγματικότητα, είτε τη δική της είτε του κόσμου. Αρνείται να σκεφθεί λογικά το τί έφταιξε για την κρίση, τί διακυβεύεται σήμερα και ποια πραγματική απειλή καραδοκεί στο μέλλον. Επαναλαμβάνει μονότονα οικονομικές και πολιτικές συμπεριφορές που είχε συνηθίσει από τον 19ο αιώνα. Αντί ν’ απορρίψει την άγνοια, τους αναχρονισμούς και τις ανακολουθίες που κρύβονται πίσω από την επικοινωνιακή βιτρίνα, αφήνεται ανέμελα στη γοητεία των πιο τυχάρπαστων και στο θέατρο παραλόγου των πιο φανατικών. Υπουργοί που εκθέτουν διεθνώς τη χώρα απολαμβάνουν δημοτικότητας πάνω από 50%. Θα έλεγε κανείς ότι επιτέλους η κυβέρνηση είναι ταιριαστή με τη νοοτροπία του καφενόβιου πολίτη. Ο Καραγκιόζης δεν άλλαξε όταν έγινε Ευρωπαίος, αντίθετα νέα επίκαιρα έργα του παίζονται μπροστά στο πρώην θυμωμένο και νυν αποσβολωμένο κοινό: «Βαρούφες στο πρωθυπουργικό σεράϊ», «Κατρουγκάλειος δικηγορική καπατσοσύνη», «Δραγασάκι στην τούρτα της ρήξης», «Φλαμπουράρειος εργολαβικός δικολαβισμός», Παπποσακελλαριδικοί νεανίες σε ΚΑΠΗ», «Νυχτερίδες και αράχνες εξωτερικής Κότζιας πολιτικής», «Ησυχοκαμμένος μιλιταριστικός εξοπλισμός», «Μαγική εικόνα μεταναστών στα Χριστοδουλοπουλέϊκα», «Βαρουφάκειος καθημερινή εξειδίκευση σε περισπούδαστες κοινοτοπίες», «Σκουρλέτειος περίτεχνη παραπλάνηση», «Στρατούλειος άφωτος πολυέλαιος», «Βούτσειες περιττολογίες», «Δρίτσειο στοπ σε εκποίηση λιμενικών προνομίων», «Μπαλτοφανείς εκπαιδευτικοί σκοταδισμοί», «Ξυδάκεια δραχμολάγνα μεγαλουργήματα», «Κουράκειος πειραματική αποτροπή αριστείας», «Τσιρώνεια ανοχή υψηλών δόσεων διοξίνης», «Λαφαζάνειος Πατερούλης κρατικών μεταλλείων χρυσού, λιγνιτωρυχείων, πετρελαιαγωγών και παντοειδών σοβιετικών επενδύσεων». Επιστέγασμα, η λαϊκή απογευματινή στο κανάλι της Βουλής: «Ραντεβού στα Κωνσταντοπουλάδικα».
«Νυχτερίδες και αράχνες» αναδύονται από βάθη ψυχής, διαμορφώνοντας έωλες πολιτικές προτάσεις. Οι ερμηνείες διαφέρουν, το φαινόμενο όμως δύσκολα μπορεί ν’ αμφισβητηθεί. Κλάψα και μη αναγνώριση ευθύνης αποτελούν εκφράσεις νεοελληνικού πολιτισμού. Εκδηλώνονται στην κυρίαρχη μουσική λαϊκή κουλτούρα επί έξι τουλάχιστον δεκαετίες, κατά κόρον δε προβλήθηκαν από τον επιφανέστερο εκφραστή της. Και αν έγινε ο Καραγκιόζης Ευρωπαίος, η ερμηνεία του κόσμου παραμένει ανορθολογική: «Ράγισε ο πλανήτης μας, βογκάει και μουγκρίζει γιατί ο κόσμος χάλασε και στο κακό βαδίζει», αφού «Σκοτώνουν την αγάπη πριν το τέρμα, το μίσος κυβερνάει και το ψέμα». Δεδομένου ότι «Αυτοί που πρέπει να τολμήσουν δεν τολμάνε να σταματήσουν τον κατήφορο της Γης», η λαϊκή ετυμηγορία καταλήγει: «Αχάριστε κόσμε και ντουνιά και κοινωνία σκάρτη». Με αυτά τα δεδομένα «Είναι αρρώστια τα τραγούδια». Ο καημός και το παράπονο διεκτραγωδούνται κατά κανόνα σε πρώτο πρόσωπο: «Οι φίλοι μου με ρίξανε, οι εχθροί μου με μισούνε, οι συγγενείς με βρίζουνε, οι ξένοι μ’ αδικούνε», χωρίς φυσικά να φταίω, αφού: «Αν ήξερες ποιος είμαι γω και αν μάθεις τη ζωή μου, πρέπει να το ’χεις καύχημα που περπατάς μαζί μου». Κάποια στιγμή όμως, σφίγγουν οι συνθήκες της άτιμης κενωνίας: «Απ’ τα ψηλά στα χαμηλά κι απ’ τα πολλά στα λίγα, αχ πώς κατάντησα στη ζωή κι από το πρώτο το σκαλί στο τελευταίο πήγα». Η αδικία είναι πασιφανής: «Αφήστε με να πω κι εγώ τον πόνο το δικό μου, να κλάψει όλος ο ντουνιάς με το παράπονό μου». Την ευθύνη έχει κατά κανόνα ένα άτιμο θηλυκό, η γυναίκα, η κοινωνία, ακόμα και ολόκληρη η Ευρωπαϊκή ήπειρος: «Μια γυναίκα να με καταλαβαίνει, να κάνει τα χατίρια μου και να μη με πικραίνει». Πράγματι «Νόμιζα, κοντά σου, πως θα βρω στοργή, πως θα μου γιατρέψεις κάθε μου πληγή, μα εσύ μου κάνεις μαύρη τη ζωή και αντί για μάννα με κερνάς χολή». «Μοίρα σκληρή μη με χτυπάς απάνω στην πληγή μου, άσε με λίγο να χαρώ, αααχ, στη μαύρη τη ζωή μου». «M’ άφησες πρώτα να σ’αγαπήσω και στα φιλιά σου να συνηθίσω, χωρίς αγάπη αααχ πώς θα ζήσω;». Οι κακοπροαίρετοι θα μπορούσαν ν’ αναζητήσουν διάφορες ανίερες αντιστοιχίες ανάμεσα στους ανωτέρω παλιούς στίχους και σε σημερινά οικονομικά αιτούμενα ή πρόσωπα. Η λεβεντιά πάντως απτόητη: «Διώξε με και μη λυπάσαι, τι θα γίνω μη φοβάσαι», αλλά ευελπιστεί σε ένα δεύτερο γύρο: «Θεέ μου τη δεύτερη φορά που θα ‘ρθω για να ζήσω, όσο η καρδιά κι αν λαχταρά δεν θα ξαναγαπήσω». Ένα άσμα εξ άλλου ορίζει και τις προθεσμίες της σκληρής διαπραγμάτευσης: «Κράτα να περάσουν μέρες, κράτα να περάσουν μήνες, κράτα να περάσουν χρόνια, να περάσει και η ζωή», το αποτέλεσμα όμως τελικά απογοητεύει: «Και τώρα μόνο έμαθα πως κανείς δε σ’ αγαπάει, μα για το συμφέρον πάει», επομένως: «Απ’ τους φίλους κάνε πέρα, πριν σε κάψουν κάποια μέρα». Η ιστορία όμως πλησιάζει στο τέλος, εκτός από κάποιες ορθολογικές εκλάμψεις αυτοσυνείδησης: «Μα κανένας δε μου φταίει για το χάλι μου, σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου». Τελικά θα κυριαρχήσουν οι βαριές τεχνοκρατικές δυσκολίες: «Συγχώρα με που δεν καταλαβαίνω τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί». Τετέλεσται. Ακόμα και ένας πρωθυπουργός με δίπλωμα πολιτικού μηχανικού δεν αντέχει τους λογαριασμούς και απαιτεί να υποκατασταθούν οι ποσοτικές προσεγγίσεις των τεχνικών κλιμακίων από πολιτικές συμφωνίες. Αισθάνεται βέβαια πολύ δυνατός, αφού έχει την ψυχική στήριξη ενός ολόκληρου λαϊκού πολιτισμού. Το πολύ-πολύ να εξαιρεθούν κάποιοι λίγοι, που ανατράφηκαν με τις Τέσσερις Εποχές και τα Βραδεμβούργια Κοντσέρτα.